2ο μέρος των Παραμυθιών και δημιουργιών των μαθητών του 9ου Δημοτικού Σχολείου της πόλης μας.
Συνεχίζουμε το υπέροχο ταξίδι μέσα από τα παραμύθια και τις ιστορίες, παρουσιάζοντας τις δημιουργίες τριών μαθητών.
-Ο μικρός νάνος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός νάνος. Ο νάνος έβλεπε τους ανθρώπους κι έλεγε γιατί να μην είμαι και εγώ ψηλός σαν όλους τους ανθρώπους.
Γιατί να μην έχω μια καλύτερη δουλειά από το ανθρακωρυχείο.
Μια μέρα πηγαίνοντας ο νάνος για τη δουλειά του παρατήρησε ότι το ορυχείο είχε κλείσει. Είχε κλείσει του είπε ένας νάνος γιατί ένα τρένο βγήκε από τις ράγες και χτύπησαν οι τρεις νάνοι και οι ράγες χάλασαν. Αν και λυπημένος ο νάνος ήθελε να βοηθήσει αλλά και να συνεχίσειτη δουλειά του για αυτό πήρε την τσάπα του και τσαπ και τσαπ έφτασε μέσα στους τραυματισμένους. Κι εκείνη την ώρα πέρασε το τρένο εκεί πάνω και τους έκλεισε μέσα στη στοά. Χωρίς καθόλου νερό και φαί χωρίς να μπορούσαν να κουνηθούν έφτασε ένας νάνος που πήγε καθυστερημένα στην δουλειά και άκουσε φωνές βοήθειας και έφερε βοήθεια από τους ανθρώπους, τους έβγαλαν και τους πήγαν στο νοσοκομείο όπου τους φρόντισαν. Την επόμενη μέρα που πήραν εξιτήριο οι άνθρωποι τους επισκέφτηκαν και τους είπαν θέλετε να σας κάνουμε καμιά βοήθεια, και λένε οι νάνοι αν μπορείτε εντάξει, λένε οι άνθρωποι τι θα θέλατε. Να μας χορηγήσεις μια ένεση που θα μας κάνει ψηλούς και γερούς. Έτσι οι νάνοι πήραν αυτή την ένεση και σε δύο μέρες έγιναν σαν άνθρωποι και ζητούσαν ευχαριστώ στους ανθρώπους και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Κυρολάρης Άγγελος
-Η μικρή σαύρα
Ένα παιδί που τον λένε Αντώνη είχε μια μικρή σαύρα δέκα εκατοστά μήκος και τρία πλάτος. Η σαύρα ήταν πράσινη και για όλους αδύναμη.
Ένα βράδυ Κυριακής ο Αντώνης έπλενε τα δόντια του, η μαμά του τον φωνάζει να πάει για ύπνο.
-Πάω μαμά απάντησε το παιδάκι, έκλεισε το φως του μπάνιου και ξάπλωσε στα γαλαζοπράσινα σεντόνια που του ‘χε απλώσει η μαμά του με ένα φωτάκι κίτρινο αρκουδάκι στο παράθυρο που φώτιζε με την δική του αθώα παιδική ιδιότητα το κατάμαυρο δωμάτιο του Αντώνη. Ο Αντώνης σιγά σιγά αρχίζει να κοιμάται. Η ώρα είναι 11:00. Όταν χτυπάει δώδεκα ακριβώς ο Αντώνης ξύπνησε λαχανιασμένος και ιδρωμένος από έναν σκοτεινό εφιάλτη. Δε θέλει όμως να ξυπνήσει τους γονείς του. Τότε, πάει στην σαύρα να πει τον πόνο και όλα όσα τον βασανίζουν μιας που η σαύρα είναι ο καλύτερος ακροατής του. Αυτός που όταν κλαίει, κλαίει δίπλα του και εκείνη όταν γελάει τα γαλαζοπράσινα μάτια της λάμπουν, όταν θυμώνει νευριάζει κι εκείνη δίπλα του όμως η σαύρα δεν είναι αυτήν την φορά στο κουτί της. Ο Αντώνης ανήσυχος κατεβαίνει τις σκάλες κι εκεί που νομίζει ότι τα πράγματα δεν γίνονται χειρότερα η κόρη του ματιού του αντικρίζει ένα φως στον ορίζοντα όπου προέρχεται από τη μισάνοιχτη πόρτα της αποθήκης. Σιγά σιγά ανοίγει την πόρτα όπου εκεί βρίσκει την σαύρα του, εντελώς μεταλλαγμένη. Ένα δεινοσαυράκι ένα μέτρο και δέκα εκατοστά πλάτος με κόκκινα μάτια. Ο Αντώνης κοιτάει έκπληκτος και λιποθυμάει στο πάτωμα. Το πρωί ξυπνάει στο κρεβάτι του και αρχίζει να χάνει τα λογικά του. Αποκλείεται, φωνάζει. Αποκλείεται όλα να ‘ναι ένα ψέμα το αρνούμαι!
Κατεβαίνει…. κάτω και βλέπει την μαμά του να τρώει πρωινό. Εκείνη του εξηγεί ότι έπεσε λιπόθυμος. Ο Αντώνης χαρούμενος επιβεβαιώνεται καθώς ακούει ότι η σαύρα του ήταν απάνω του την ώρα που λιποθύμησε. Έχουν περάσει δύο χρόνια και ο Αντώνης είναι πλέον 11 χρονών και είναι η μέρα που η μαμά του είναι στο μαιευτήριο γιατί ο Αντώνης αποκτάει αδερφό. Η μάνα του γεννάει το παιδί στις 3:00 το μεσημέρι. Μόλις η μαία φέρνει το παιδί, ο Αντώνης με το που το βλέπει το παίρνει αγκαλιά μαζί με την σαύρα. Η μαία λέει ότι το μωρό έχει «γαλαζοπράσινα» μάτια με το που ακούγεται αυτό η σαύρα πεθαίνει. Ο Αντώνης αν και σοκαρισμένος έχει καταλάβει ότι τα γαλαζοπράσινα μάτια αντιστοιχούσαν στα μάτια της σαύρας και στα γαλαζοπράσινα σεντόνια που είχε εκείνο το βράδυ πριν από δύο χρόνια. Ο Αντώνης δεν ξέχασε δεν ξεχνά και δε θα ξεχάσει ποτέ την επίδραση την αλληλεγγύη και τη φιλία που ‘χε αποκτήσει με εκείνη τη σαύρα. Όμως τώρα αυτό που τον απασχολεί είναι οι ωραίες στιγμές που έχει να ζήσει με τον αδερφό του.
Κιντώνης Ορφέας
-Το χελωνάκι και οι άνθρωποι
Ένα χελωνάκι ήθελε να σώσει τα ζώα της θάλασσας.
Το όνομά του είναι ο Χάπυ. Όταν ο Χάπυ είπε στη μαμά του ότι θα τα σώσει, όλοι του λεγαν ότι είναι δύσκολο, εκείνος κανέναν δεν άκουγε. Που ήταν φίλοι του πίστευε σ’ αυτόν και κορίτσι του Βοήθησε είναι η Νάσα αυτό το κοριτσάκι μάζευε τα πλαστικά από την θάλασσα μαζί με τα χελωνάκια.
Αν μπορεί να την η μητέρα της Νάσας ήταν εφευρέτης εκείνη την παρακάλεσε να βρει ένα μηχάνημα για να μπορεί να καθαρίσει την θάλασσα γρηγορότερα. Η μητέρα την άκουσε και έκανε αυτό που ήθελε η κόρη της έφτιαξε ένα μηχάνημα και της το έδωσε. Έτσι μάζεψαν όλα τα σκουπίδια γρήγορα από την θάλασσα και δεν κινδύνευαν πια τα δελφίνια και οι χελώνες συνεργάστηκαν πολύ όμορφα οι δύο τους και η θάλασσα ήταν καθαρή.
Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα
Κναγέν Μαρία