Σον Κόνερι (Sir, Thomas Sean Connery)

0
268

Ο Sean, γιος του Joseph Connery, (εργάτη σε εργοστάσιο και οδηγό φορτηγού) γεννήθηκε στο Fountainbridge του Εδιμβούργου της Σκωτίας στις 25-Αυγ-1930
Ονομάστηκε Thomas από τον παππού του, μάνα του ήταν η ευφημία “Effie” McBain McLean, κόρη του Neil McLean και της Helen Forbes Ross.
Ο προπάππος του μετανάστευσε στη Σκωτία από την Ιρλανδία στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ οι υπόλοιποι συγγενείς ήταν σκωτσέζικης καταγωγής, ή γηγενείς σκωτσέζοι.
Ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός και η μητέρα του Προτεστάντισσα.
Κοντός στο δημοτικό, ψήλωσε γρήγορα στα 12 και στα 18 του, έφτασε το 1.88m
Ήταν γνωστός κατά την εφηβεία του ως «Big Tam», έχοντας δηλώσει ότι έχασε την παρθενιά του από μια «ενήλικη με στολή ATS» (ΣΣ |> στρατιωτίνα) σε ηλικία 14 ετών.

Sean Connery J Bond

Η πρώτη δουλειά του ήταν αυτή του γαλατά στο Εδιμβούργο

Το 1946, σε ηλικία 16 ετών, ο Connery εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό, όπου απέκτησε δύο τατουάζ, τα οποία –κατά τον επίσημό ιστότοπό του …
«σε αντίθεση με πολλά τατουάζ, τα δικά μου δεν είναι επιπόλαια – αντικατοπτρίζουν δύο από τις δια βίου δεσμεύσεις μουτην οικογένεια και τη Σκωτία.
Το ένα είναι ένα αφιέρωμα στους γονείς του και γράφει Mum & Dad «Μαμά και Μπαμπά» και το άλλο -αυτονόητο, Scotland Forever «Σκωτία για πάντα».
Εκπαιδεύτηκε στο Πόρτσμουθ στο πυροβολικό του ναυτικού κατά αεροσκαφών και αργότερα Able Seaman on HMS Formidable

Στη συνέχεια, επέστρεψε στο co-op και εργάστηκε μεταξύ άλλων, ως οδηγός φορτηγούναυαγοσώστης στα λουτρά Portobello, εργάτης και …μοντέλο για το Edinburgh College of Art με 15 σελίνια την ώρα.
Ο καλλιτέχνης Richard Demarco, ένας μαθητής που ζωγράφισε πολλές πρώιμες εικόνες του Connery, τον περιέγραψε ως «ευθύελαφρώς ντροπαλόμε καταπληκτικό λέγειν … “εικονικό Άδωνι”»
Στα 18 του ξεκίνησε το bodybuilding κερδίζοντας διαγωνισμούς Mr. Universe, το 1950 και το 1953.
Από το 1951 τον ανέλαβε ο Ellington, πρώην εκπαιδευτής στο βρετανικό στρατό, αλλά  σύντομα αποθαρρύνθηκε από το «άθλημα» όταν διαπίστωσε ότι «οι Αμερικανοί χτυπούν “κάτω από τη μέση”»

Ο Connery υπήρξε ακόμη δεινός ποδοσφαιριστής, έχοντας παίξει στα νιάτα του για την Bonnyrigg Rose ενώ τον ζήτησε και Manchester United (ο Matt Busby manager της Manchester εντυπωσιάστηκε με τη φυσική του κατάσταση προσφέροντάς του συμβόλαιο 25 £ την εβδομάδα (που ισοδυναμεί με 703 £ σήμερα).
Παραδέχεται ότι μπήκε στον πειρασμό να το δεχτεί, αλλά θυμάται… «Συνειδητοποίησα ότι ένας κορυφαίος ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να είναι στην κορυφή μέχρι τα 30 –το πολύ-πολύ και εγώ ήμουν ήδη 23, έτσι αποφάσισα τελικά να γίνω ηθοποιός και αυτό αποδείχθηκε σαν μία από τις πιο έξυπνες κινήσεις μου».

10ετία 1950

Επιδιώκοντας να συμπληρώσει το εισόδημά του, ο Connery ξεκίνησε με δουλειά στα παρασκήνια του King‘s Theatre στα τέλη του 1951.
Εκεί άρχισε να κλίνει προς τον καλλιτεχνικό χώρο, αποφασισμένος να κάνει εκεί καριέρα.
Κατά τη διάρκεια ενός διαγωνισμού bodybuilding στο Λονδίνο το 1953, ένας από τους διαγωνιζόμενους ανέφερε ότι γίνονταν  ακροάσεις για μια παραγωγή του South Pacific και ο Connery άρπαξε την ευκαιρία παίρνοντας μέρος στη χορωδία Seabees.
Όταν η παραγωγή έφτασε στο Εδιμβούργο, ο μισθός του αυξήθηκε από 12£ σε ~15£ την εβδομάδα.
Η παραγωγή επέστρεψε το επόμενο έτος λόγω ζήτησης και ο Connery έπαιξε το ρόλο του δημοφιλούς χαρακτήρα «Lieutenant Buzz Adams» που είχε απεικονίσει ο Larry Hagman στο West End.

Ενώ βρισκόταν στο Εδιμβούργο, έγινε στόχος της συμμορίας Valdor, μιας από τις πιο βίαιες στην πόλη –κανονικοί δολοφόνοι.
Έπεσε πάνω τους τυχαία σε μια αίθουσα μπιλιάρδου όπου τους εμπόδισε να κλέψουν το σακάκι του, που τον ακολούθησαν (όχι ένας αλλά έξι…) σε ένα ψηλό μπαλκόνι όπου ξεκίνησε κανονική μάχη «αρπάζοντας έναν από το λαιμό και άλλον από τους ώμους τους έσπασε τα κεφάλια».
Από τότε, αντιμετωπίστηκε με μεγάλο σεβασμό από τη συμμορία έχοντας κερδίσει τη φήμη του «σκληρού»

Ο Connery γνώρισε για πρώτη φορά τον Michael Caine σε ένα πάρτι κατά τη διάρκεια της παραγωγής της South Pacific το 1954, και οι δύο έγιναν από τότε στενοί φίλοι.
Κατά τη διάρκεια μια παραγωγής στην Opera House του Μάντσεστερ κατά την περίοδο των Χριστουγέννων του 1954, ανέπτυξε σοβαρό ενδιαφέρον για το θέατρο μέσω του Αμερικανού ηθοποιού Robert Henderson από τον οποίο δανείστηκε αντίγραφα έργων του Ίψεν (Hedda Gabler, The Wild Duck, When We Dead Awaken), και αργότερα εντρύφησε στους Marcel Proust, Leo Tolstoy, Ivan Turgenev, George Bernard Shaw, James Joyce και Shakespeare «για να μπει στο πνεύμα»
Ο Χέντερσον τον παρότρυνε να κάνει μαθήματα έκφρασης και να τον πάρει μαζί του στο Θέατρο Maida Vale στο Λονδίνο.
Είχε ήδη ξεκινήσει –παράλληλα και καριέρα στον κινηματογράφο, στο μούζικαλ Lilacs in the Spring του Herbert Wilcox το 1954 μαζί με την Anna Neagle.

Αν και ο Connery είχε εξασφαλίσει αρκετούς ρόλους ως έξτρα, αγωνιζόταν ακόμα για να ζήσει και με τα οικονομικά του χάλια αναγκάστηκε να δεχτεί με μερική απασχόληση το ρόλο μπέιμπι σίτερ για τον δημοσιογράφο Peter Noble και τη σύζυγό του ηθοποιό Marianne, που του πρόσθετε 10 σελίνια για κάθε νύχτα.
Εκεί (ένα βράδυ στο σπίτι του Noble) γνώρισε και την ηθοποιό του Χόλιγουντ Shelley Winters, που τον χαρακτήρισε ως «έναν από τους ψηλότερους και πιο γοητευτικούς και αρσενικούς Σκωτσέζους» που είχε δει ποτέ και αργότερα «πέρασε πολλά βράδια με τους αδελφούς Connery πίνοντας μπύρες».
Περίπου τότε και μένοντας κατά καιρούς στο σπίτι του τηλεοπτικού παρουσιαστή Llew Gardner, του έκατσε ένας ρόλος στην παράσταση Witness for the Prosecution -Agatha Christie’s international stage (που αργότερα το 1957, αποτέλεσε μια μεγάλη επιτυχία του Billy Wilder) κατά τη διάρκεια της οποίας συναντήθηκε και έγινε φίλος με τον Ian Bannen –που ήταν τότε στις δόξες του.
Αυτό το ρόλο ακολούθησαν οι «Point of Departure» και «A Witch in Time at Kew», ως «Πανθέος» – Pentheus στο πλευρό της Yvonne Mitchell, και ένας ακόμη με τον Jill Bennett στην παραγωγή Anna Christie του Eugene O’Neill.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Θέατρο της Οξφόρδης, ο Connery κέρδισε ένα σύντομο ρόλο ως μποξέρ στην τηλεοπτική σειρά «The Square Ring», πριν εντοπιστεί από τον Καναδό σκηνοθέτη Alvin Rakoff, που του έδωσε πολλαπλούς ρόλους στον «καταραμένο» (The Condemned).

Το 1956, εμφανίστηκε στη θεατρική παραγωγή του Επιτάφιου, και έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο ως κουκούλα στο επεισόδιο «Ladies of the Manor» της αστυνομικής τηλεοπτικής σειράς του BBC Dixon of Dock Green.
Ακολούθησαν μικροί τηλεοπτικοί ρόλοι στο Sailor of Fortune και στο πρόγραμμα του Jack Benny.
Στις αρχές του 1957, πήρε, μέσω του Richard Hatton τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο, ως Σπάικ (Spike), ένας μικρο-γκάνγκστερ με δυσλεξία στο «No Road Back» του Montgomery Tully μαζί με τους Skip Homeier, Paul Carpenter, Patricia Dainton και Norman Wooland.
Τον Απρίλη του ίδιου χρόνου, ο Rakoff – αφού δεν τα βρήκε με τον Jack Palance – αποφάσισε να δώσει στον νεαρό ηθοποιό την πρώτη του ευκαιρία σε πρωταγωνιστικό ρόλο, και έτσι έπαιξε στην παραγωγή του BBC Requiem For a Heavyweight Mountain McLintock (ο καλύτερος μποξέρ Malcolm «Mountain» McClintock με ζωντανή μετάδοση).
Όπως είπε τότε χαρακτηριστικά ο Rakoff ο Connery «ήταν το κάτι άλλο» εκείνη την εποχή, «ένα από αυτά τα παιδιά που χτυπούν κάθε δεύτερη μέρα την πόρτα σου ρωτώντας «Έχεις καμιά δουλειά για μένα;»
Στο Requiem For a Heavyweight, πρωταγωνίστησαν επίσης οι Warren Mitchell και Jacqueline Hill
Ακολούθησε ο ρόλος του Johnny Yates ενός αδίστακτου οδηγού φορτηγού, στο Hell Drivers της Cy Endfield (1957) μαζί με τους Stanley Baker, Herbert Lom, Peggy Cummins και Patrick McGoohan.
Αργότερα το 1957, εμφανίστηκε στην ταινία δράσης (γυρίστηκε σε τοποθεσία στη νότια Ισπανία) του Terence Young «Action of the Tiger» (με μέτριες κριτικές) στο πλευρό των Van Johnson, Martine Carol, Herbert Lom και Gustavo Rojo και σε έναν μικρό ρόλο στο θρίλερ του Gerald Thomas «Time Lock» ως οξυγονοκολλητής, με τον Robert Beatty, Lee Patterson, Betty McDowall and Vincent Winter

007 …Bond James Bond

Η «ανακάλυψη» ήρθε με το ρόλο του (βρετανού μυστικού πράκτορα) James Bond βασισμένο σε μια σειρά μυθιστορήματα και διηγήματα –από το 1953 και μετά, του (άγγλου) Ian Fleming «αξιωματικού πληροφοριών»…
Ο Connery ήταν απρόθυμος να δεσμευτεί, θες γιατί δεν του πήγαινε το σενάριο σαν ιδεολογία, θες γιατί δεν ήθελε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, αλλά το χρήμα είναι χρήμα και κατάλαβε ότι «αν οι ταινίες πετύχουν η καριέρα μου θα ωφεληθεί σημαντικά».

Έπαιξε 007 στις πέντε πρώτες ταινίες: Dr. No (1962), From Russia with Love (1963), Goldfinger (1964), Thunderball (1965) και You Only Live Twice (1967) – στη συνέχεια εμφανίστηκε ξανά ως Bond στα Diamonds Are Forever (1971) και Never Say Never Again (1983).
Και οι επτά ταινίες ήταν εμπορικά επιτυχημένες.
Ο James Bond, με τη φιγούρα του Connery, επιλέχθηκε (από το American Film Institute) ως ο τρίτος μεγαλύτερος ήρωας στην ιστορία του κινηματογράφου.

Η επιλογή του Connery για το ρόλο του James Bond οφείλεται κυρίως στην Dana Broccoli, σύζυγο του παραγωγού Albert “Cubby” Broccoli, η οποία φημολογείται ότι «έπαιξε σημαντικό ρόλο» στο να πείσει τον σύζυγό της ότι ο Connery ήταν ο σωστός άνθρωπος.
Ο Ίαν Φλέμινγκ, αρχικά αμφισβήτησε το καστ και τον ίδιο τον Κόνερι, λέγοντας: «Δεν είναι αυτό που οραματίστηκα για τον Τζέιμς»… «Ψάχνω τον Διοικητή Μποντ και όχι έναν “overgrown stunt–man“, προσθέτοντας ότι ο Κόνερι (μυώδης και ~1,90 …και Σκωτσέζος) «δεν ήταν εκλεπτυσμένος».
Η φίλη του Fleming, Blanche Blackwell αντέτεινε ότι ο Connery είχε «το απαραίτητο σεξουαλικό χάρισμα» και ο Fleming άλλαξε γνώμη μετά την επιτυχημένη πρεμιέρα του Dr. No.
Στο μυθιστόρημά του 1964, You Only Live Twice, ο Fleming φωτογράφησε τον πρωταγωνιστή του γράφοντας ότι «ο πατέρας του Μποντ ήταν Σκωτσέζος και από τη Γκλένκο- Glencoe των Χάιλαντς της Σκωτίας»

Δεν υπάρχει James Bond. χωρίς Miss Moneypenny, γραμματέα του(της) M, “στα μέσα και στα έξω” αργότερα Eve ή Jane…

Η απεικόνιση του Connery-Bond οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη στυλιστική φροντίδα του σκηνοθέτη Terence Young, η οποία τον βοήθησε να φτασιδωθεί και να λάμψει χρησιμοποιώντας τη φυσική του χάρη και την παρουσία του για τη δράση.
Η Lois Maxwell που έπαιζε τη Miss Moneypenny, ανέφερε ότι «ο Terence πήρε τον Sean κάτω από τις φτερούγες του, του έμαθε τα πάντα, του έδειξε πώς να περπατά, πώς να μιλάει, ακόμα και πώς να τρώει»
Η διδασκαλία απέβη επιτυχής και ο 007 Connery πήρε 10άδες χιλιάδες επιστολές θαυμαστών την πρώτη εβδομάδα μετά την πρεμιέρα του Dr. No, και έγινε ένα σύμβολο σεξ.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Thunderball το 1965, η ζωή του μπήκε σε κίνδυνο από τους καρχαρίες στην πισίνα του Emilio Largo.
Ανησυχούσε για αυτήν την απειλή όταν διάβασε το σενάριο, επέμεινε …ο Ken Adam έφτιαξε ένα ειδικό διαμέρισμα από plexiglas μέσα στην πισίνα, αλλά αυτό αποδείχτηκε αδύναμο -ένας από τους καρχαρίες κατάφερε να το διαπεράσει και ο 007 αναγκάστηκε με την ψυχή στο στόμα να εγκαταλείψει την πισίνα και τα γυρίσματα
ΣΣ |> Τότε δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη τα «κόλπα» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στα Jaws (Τα σαγόνια του καρχαρία 1-2-3-4)
Αν και ο Bond τον είχε κάνει αστέρι, ο Connery κουράστηκε από τον ρόλο και την πίεση που του άσκησε το franchise, λέγοντας: «σκυλοβαρέθηκα με ολόκληρο το Bond bit, πάντα μισούσα αυτόν τον καταραμένο Τζέιμς Μποντ -θα ήθελα να τον σκοτώσω»
Ο Μάικλ Κέιν είχε πει σχετικά:
«Αν ήσουν φίλος του εκείνες τις πρώτες μέρες θα του έλεγες πως ήταν, και είναι, πολύ καλύτερος από το να παίζει τον Τζέιμς Μποντ, αλλά έγινε συνώνυμος με τον Μποντ… περπατούσε στο δρόμο και οι άνθρωποι έλεγαν: “Κοίτα, ο Τζέιμς Μποντ είναι εδώ” και αυτό ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικό για τον ίδιο»

Η “κλασσική” αρχή

Κατά τη δημιουργία των ταινιών 007-Bond, ο Connery πρωταγωνίστησε και σε άλλες ταινίες μεταξύ αυτών το Marnie του Alfred Hitchcock (1964) και την πολύ καλή (Sidney Lumet είναι αυτός…) The Hill (Ο «λόφος» -1965).
Πολλοί διαμαρτύρονταν επειδή πάντα ζητούσε να δει το σενάριο και όταν του είπαν ότι ο Κάρι Γκραντ δεν ζήτησε να δει ούτε ένα από τα σενάρια του Χίτσκοκ, απάντησε απλά «Δεν είμαι ο Κάρι Γκραντ»…

Στο «the Hill», ο Connery θέλησε να δώσει κάτι στον αντίποδα του Bond και χρησιμοποίησε τη δύναμη του ως αστέρας πρωταγωνιστώντας στην ταινία.
Οικονομικά υπήρξε μια αποτυχία, αν και στο Φεστιβάλ των Καννών, κέρδισε το βραβείο καλύτερου σενάριου.

Έχοντας παίξει έξι φορές Bond, η παγκόσμια δημοτικότητα του Connery ήταν τέτοια που μοιράστηκε τη Χρυσή Σφαίρα «Golden Globe Henrietta Award» με τον Charles Bronson για το “World Film Favorite – Male” το 1972.
Εμφανίστηκε μετά στο The Man Who Will Be King (Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει βασιλιάς του Τζον Χιούστον -1975), στο πλευρό Μάικλ Κέιν, με τους δύο ηθοποιούς να το θεωρούν ως την αγαπημένη τους ταινία.
Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε στο «The Wind and the Lion και το 1976 έπαιξε έναν διαφορετικό Ρομπέν των δασών στο «Robin & Marian», όπου πρωταγωνίστησε με την Audrey Hepburn (Maid Marian).
Ο κριτικός ταινιών Roger Ebert (ο οποίος είχε επαινέσει και το The Man Who Will Be King) – μίλησε για τη χημεία του με την Hepburn, γράφοντας: «Ο Connery και η Hepburn φαίνεται ότι έφτασαν σε μια σιωπηρή κατανόηση μεταξύ τους για τους χαρακτήρες τους… έλαμψαν -πραγματικά φαίνονται ερωτευμένοι»

Στη δεκαετία του 1970, ο Connery ήταν μέρος των καστ σε ταινίες όπως το «Murder on the Orient Express» (1974) με Vanessa Redgrave και John Gielgud, «A Bridge Too Far» (1977) με  Dirk Bogarde και Laurence Olivier, ενώ το 1981, εμφανίστηκε στην ταινία «Time Bandits» ως Αγαμέμνονας.
Το 1982, ο Connery ήταν αφηγητής στον G’olé!, την επίσημη ταινία του Παγκόσμιου Κυπέλλου FIFA.

Συμφώνησε «να επαναπροσδιορίσει» τον Bond ως πράκτορα γήρανσης 007 στο «Never Say Never Again», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1983.
Ο τίτλος, βοηθούσης και της συζύγου του, αναφέρεται στην προηγούμενη δήλωσή του «ποτέ ξανά –never again» για το ρόλο.
Παρόλο που η ταινία έπαιξε καλά στο box office, είχε πολλά προβλήματα παραγωγής, …διαμάχες μεταξύ σκηνοθέτη και παραγωγού, οικονομικά, προσπάθειες των εμπιστευματοδόχων του Fleming να σταματήσουν την ταινία και τον καρπό του Connery σπασμένο κατά τον χορογραφικό αγώνα με τον Steven Seagal.
Ακολούθησε η επιτυχημένη ευρωπαϊκή παραγωγή «το όνομα του Ρόδου» (The Name of the Rose 1986), με την οποία κέρδισε το βραβείο BAFTA, μαζί βγήκε στην επιφάνεια -αναζωογονήθηκε το ενδιαφέρον του για εμπορικό υλικό.
Την ίδια χρονιά, ένας υποστηρικτικός ρόλος στο Highlander έδειξε την ικανότητά του να παίζει παλαιότερους μέντορες σε νεότερους, ο οποίος έγινε επαναλαμβανόμενος ρόλος σε πολλές από τις μετέπειτα ταινίες του.

Το 1987, ο Connery πρωταγωνίστησε στην πολύ καλή «The Untouchables» του Brian DePalma, όπου έπαιξε έναν σκληρό ιρλανδο-αμερικανικό αστυνομικό μαζί με τον Eliot Ness και τον Kevin Costner και συμπρωταγωνιστές μεγάλα ονόματα όπως Charles Martin Smith, Patricia Clarkson, Andy Garcia και Robert De Niro ως Al Capone.
Η ταινία ήταν μια κρίσιμη και επιτυχημένη δουλειά.
Πολλοί κριτικοί τον επαίνεσαν για την ερμηνεία του, συμπεριλαμβανομένου του Roger Ebert, που έγραψε «Η καλύτερη εμφάνιση στην ταινία είναι ο Connery …[φέρνει] ένα ανθρώπινο στοιχείο στον χαρακτήρα του και όταν είναι στην οθόνη μπορούμε να πιστέψουμε, εν συντομία, ότι η Εποχή της Απαγόρευσης κατοικήθηκε από ανθρώπους, όχι από καρικατούρες»
Για την ερμηνεία του πήρε το Academy Award Καλύτερου Ηθοποιού.

Ο Κόνερι πρωταγωνίστησε επίσης στον «Ιντιάνα Τζόουνς -η Τελευταία Σταυροφορία» (Last Crusade του Στίβεν Σπίλμπεργκ 1989), παίζοντας τον Henry Jones, τον πρεσβύτερο (πατέρα του Ιντιάνα) με υποψηφιότητες για Βραβείο BAFTA και Χρυσή Σφαίρα.
Ο Harrison Ford δήλωσε ότι οι συνεισφορές του Connery στο στάδιο της συγγραφής βελτίωσαν την ταινία.
«Ήταν εκπληκτικό για μένα στο πως πήρε το σενάριο και ακολούθησε τον χαρακτήρα.
Οι προτάσεις του προς τον George
 [Lucas] στο στάδιο της συγγραφής έδωσαν πραγματικά στον χαρακτήρα και στην εικόνα κάτι το πολύ πιο σύνθετο και άξιο από ό, τι στο παρελθόν το αρχικό σενάριο»
Οι επόμενες επιτυχίες του στο box-office (1990) περιελάμβαναν το «The Hunt for Red October» (μάλλον ψυχροπολεμικό της εποχής των ανατροπών στην ΕΣΣΔ –όπως και το «The Russia House»).

Ακολούθησε το επικό (και ολίγον αμερικανιά) «ο Βράχος (The Rock 1996) και το «Entrapment» (1999). Το 1996, η φωνή του κάλυψε το Δράκο στην ταινία «Dragonheart».
Εμφανίστηκε επίσης σε ένα σύντομο καμέο ως Βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος στο τέλος του Robin Hood -Prince of Thieves (1991).
Το 1998, ο Connery τιμήθηκε το «βραβείο υποτροφιών της BAFTA (Academy Fellowship Award BAFTA)
Οι μεταγενέστερες ταινίες του Connery περιελάμβαναν πολλά box office και πολλές απογοητεύσεις όπως τα First Knight (1995), Just Cause (1995), The Avengers (1998) και το The League of Extraificent Gentlemen (2003), ενώ θετικά ήταν τα σχόλια για την ερμηνεία του στο Finding Forrester (2000).
Πήρε επίσης ένα Crystal Globe για την «εξαιρετική καλλιτεχνική συμβολή στον παγκόσμιο κινηματογράφο».

Σε μια δημοσκόπηση του 2003 που διεξήχθη από το Channel 4, ο Connery κατατάχθηκε όγδοος στη λίστα των 100 «Greatest Movie Stars».-

Η αποτυχία του «The League of Extraordinary Gentlemen» ήταν ιδιαίτερα απογοητευτική για τον Connery, ο οποίος αισθάνθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ότι η παραγωγή «εκτροχιάστηκε» δηλώνοντας ότι ο σκηνοθέτης, Stephen Norrington θα πρέπει να φορέσει ζουρλομανδύα, να «εγκλεισθεί για παραφροσύνη» προσπαθώντας να σώσει την ταινία μέσω της διαδικασίας επιμέλειας, αποφασίζοντας τελικά να αποσυρθεί «παρά να περάσει από τέτοιο άγχος ξανά».

Του προσφέρθηκε ως ρόλος του Gandalf στη σειρά The Lord of the Rings, αλλά τον απέρριψε, ισχυριζόμενος ότι δεν κατάλαβε το σενάριο…
Σύμφωνα με πληροφορίες, του προσφέρθηκαν 30 εκατομμύρια δολάρια μαζί με το 15% των παγκόσμιων εισπράξεων box office για το ρόλο, τον οποίο – αν είχε δεχτεί – θα είχε κερδίσει 450 εκατομμύρια δολάρια.
️ Απέρριψε επίσης την ευκαιρία να εμφανιστεί ως αρχιτέκτονας στην τριλογία του Matrix για παρόμοιους λόγους.
Η απογοήτευση του με τους «ηλίθιους που κάνουν τώρα ταινίες στο Χόλιγουντ» ήταν και ο λόγος για την τελική του απόφαση να αποσυρθεί.
Το 2005, ηχογράφησε φωνητικά για μια νέα έκδοση βιντεοπαιχνιδιών της ταινίας του Bond From Russia with Love

Συνταξιοδότηση

Όταν ο Connery έλαβε το βραβείο Lifetime Achievement Award του Αμερικανικού Κινηματογράφου (8-Ιουν-2006), επιβεβαίωσε το αποτράβηγμα του από την υποκριτική.
Στις 7-Ιουν-2007, αρνήθηκε τις φήμες ότι θα εμφανιζόταν στην τέταρτη ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς, δηλώνοντας ότι «η συνταξιοδότηση είναι πάρα πολύ καταραμένη διασκέδαση».
️ Το 2010, μια χάλκινη προτομή του τοποθετήθηκε στο Ταλίν, την πρωτεύουσα της Εσθονίας, έξω από το Scottish Club του Ταλίν, (περιλαμβάνει τους Εσθονούς Scotophiles και μια χούφτα ομογενών Σκωτσέζων)
Το 2012 κάλυψε με τη φωνή του τον τίτλο στην ταινία κινουμένων σχεδίων «Sir Billi the Vet».

Les femmes fatales

Κατά τη διάρκεια της παραγωγής του South Pacific στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Connery μιλούσε για μια «μελαχρινή ομορφιά με τη μορφή της μπαλαρίνας», την Carol Sopel, αλλά προειδοποιήθηκε από την εβραϊκή οικογένειά της «να σταματήσει οποιαδήποτε κίνηση».
Στη συνέχεια έβαλε στο μάτι την Julie Hamilton (Τζούλι Χάμιλτον, κόρη της σκηνοθέτιδας ντοκιμαντέρ και φεμινίστριας Jill Craigie). Δεδομένης της εμφάνισης και της γοητείας του, η Julie αρχικά είχε την εντύπωση ότι ήταν φοβερός άνθρωπος και δεν του έδινε σημασία μέχρι που τον είδε με kilt (ΣΣ |> την παραδοσιακή φούστα των Σκοτσέζων), δηλώνοντας ότι «είναι το πιο όμορφο πράγμα» που είχε δει ποτέ στη ζωή της.
Μοιράστηκε επίσης μια αμοιβαία έλξη με την τραγουδίστρια τζαζ Maxine Daniels, την οποία γνώρισε στο Empire Theatre.
Έκανε μια δοκιμή και μ΄αυτήν, αλλά τον ενημέρωσε ότι ήταν ήδη ευτυχισμένη παντρεμένη και με μια κόρη.

Παντρεύτηκε την ηθοποιό Diane Cilento (έζησαν σαν ζευγάρι 1962-1973, χώρισαν από το 1971), κάνοντας και έναν γιο, τον ηθοποιό Jason Connery.
Στην αυτοβιογραφία της το 2006 ισχυρίστηκε ότι την κακοποίησε ψυχικά και σωματικά, ενώ ο Connery απάντησε απλά λέγοντας ότι «περιστασιακά το χτύπημα μιας γυναίκας δεν ήταν «μεγάλη υπόθεση».
Μετά τη δήλωση και το χαμό που ακολούθησε ακύρωσε την εμφάνισή του στο κοινοβούλιο της Σκωτίας (που ζητούσε την κεφαλή του επί πίνακι) λέγοντας είπε ότι «τον παρεξήγησαν» και πως «οποιαδήποτε κακοποίηση γυναικών ήταν απαράδεκτη»
Ο Connery πρακτικά χώρισε την Cilento στις αρχές της 10ετίας του 1970 όταν άρχισε να έχει σχέσεις με τις Jill St. JohnLana WoodCarole MalloryMagda Konopka (κλπ…)

Το 1975 μέχρι το θάνατό του παντρεύτηκε την Μαροκινο-Γαλλίδα ζωγράφο Micheline Roquebrune.
Ο γάμος επέζησε της (πιθανολογούμενης) σχέσης του στα τέλη της 10ετίας του 1980 με την τραγουδίστρια – τραγουδοποιό Lynsey de Paul.

Μανιώδης παίκτης γκολφ, ο Connery υπήρξε ιδιοκτήτης για είκοσι χρόνια (από το 1979) του Domaine de Terre Blanche στη Νότια Γαλλία όπου σχεδίαζε να χτίσει το «γήπεδο γκολφ των ονείρων του» σε έκταση 266 στρεμμάτων που έγινε πραγματικότητα από τον γερμανικό δισεκατομμυριούχο Dietmar Hopp το 1999.
Του απονεμήθηκε τιμητικός βαθμός Shodan (1st dan) στο Kyate Kokate.

Χρίστηκε ιππότης από τη Βασίλισσα σε τελετή στο Holyrood Palace στο Εδιμβούργο στις 5-Ιουλ-2000.
Είχε προταθεί για ιππότης το 1997 και το 1998, αλλά οι υποψηφιότητες αυτές προσέκρουσαν σε βέτο του Donald Dewar «λόγω των πολιτικών απόψεων του Connery»
Έχει –μεταξύ άλλων στην ιδιοκτησία του και μια βίλα στο Κρανίδι, με  γείτονα το βασιλιά Willem-Alexander των Κάτω Χωρών, με τον οποίο μοιράζεται και μια πλατφόρμα ελικοπτέρων.
Ήταν υποστηρικτής του σκοτσέζικου ποδοσφαιρικού συλλόγου Rangers F.C.

Πολιτικές απόψεις

Υπήρξε διαχρονικά μέλος του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (Scottish National Party SNP), ένα κεντροαριστερό -σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κόμμα που αγωνίστηκε και για την ανεξαρτησία της Σκωτίας από τη Βρετανία, υποστηρίζοντάς το οικονομικά και μέσω προσωπικών εμφανίσεων.
Η χρηματοδότησή του προς το SNP σταμάτησε το 2001, όταν το Κοινοβούλιο ψήφισε την ΕΕ-νομοθεσία που απαγόρευε τη χρηματοδότηση πολιτικών δραστηριοτήτων από το εξωτερικό προς το Ηνωμένο Βασίλειο.

επιμελεια Γιωργος Αντωνακακης

πηγή: ”ατεχνως”

Comments are closed.