«Για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι»

0
286

Οι μεγάλες στιγμές της συνομιλίας της μουσικής του Μ. Θεοδωράκη με την ποίηση του Γ. Ρίτσου

Γιάννης Ρίτσος – Μίκης Θεοδωράκης

Η προσωπική, καλλιτεχνική, δημιουργική σχέση μεταξύ τους κράτησε μια ολόκληρη ζωή χαρίζοντας σε όλους εμάς μερικά από τα πιο δυνατά, τα πιο όμορφα τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του ποιητή προς τον Μ. Θεοδωράκη: «Μέχρι τότε έλεγα ότι κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη τη βοήθεια άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον “Επιτάφιο” και αργότερα φυσικά τη “Ρωμιοσύνη”, είπα, πραγματικά, εδώ είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».

«Επιτάφιος», «Ρωμιοσύνη», «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», «Οι Γειτονιές του Κόσμου», «7η Συμφωνία». Κάθε δίσκος και μια ιστορία… Κάθε δίσκος δεμένος και με μια ξεχωριστή στιγμή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας και του λαϊκού κινήματος.

Ο Μ. Θεοδωράκης γνώρισε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο το 1945 στη Λέσχη της ΕΠΟΝ (Ακαδημίας και Κριεζώτου). Σύμφωνα με τα όσα έχει αναφέρει ο συνθέτης στο περιοδικό «Ελίτροχος» (1995), είχε αναλάβει να ανακαλύψει και να συγκεντρώσει τους άξιους νέους ποιητές και συγγραφείς, «τον Κώστα Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μιχάλη Κατσαρό και τόσους άλλους, που το όνομά τους θα το γνώριζε κάποτε όλη η Ελλάδα. Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Ρώτας ήταν αυτοί, που ακούγοντας τα κείμενά τους και συζητώντας μαζί τους μια φορά την εβδομάδα, θα βοηθούσαν ώστε να γεννηθεί μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων, η Γενιά της Αντίστασης…».

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες…»

Ο «Επιτάφιος» γράφεται από τον Γιάννη Ρίτσο τον Μάη του 1936 και αποτυπώνει την ακατανίκητη δύναμη της εργατικής τάξης όταν συνειδητοποιεί τη δύναμη και την κοινωνική αποστολή της. Ο ποιητής, συγκλονισμένος από την εικόνα της μάνας που θρηνεί τον νεκρό απεργό γιο της, σε τρία μερόνυχτα γράφει τη σύνθεση. Ο «Ριζοσπάστης» εξέδωσε τη συλλογή σε 10.000 αντίτυπα, που πωλήθηκαν σε ελάχιστο διάστημα.

Ο Γ. Ρίτσος έστειλε την ποιητική σύνθεση στον Μ. Θεοδωράκη το 1957, ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, με την παρακάτω υποσημείωση:

«Το βιβλίο αυτό κάηκε στους στύλους του Ολυμπίου Διός».

Ο Μ. Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική «μονορούφι», στο περιθώριο του βιβλίου.

Στη συνέχεια αντέγραψε όσα τραγούδια χώραγαν σε μια κόλλα και τα έστειλε στον Γ. Ρίτσο. 

«Απρόσμενα ο Μίκης μού έστειλε ένα γράμμα με την παρτιτούρα του “Επιτάφιου” μέσα. Την έπαιξα μόνος μου στο πιάνο…». Στον «Επιτάφιο» απεικονίζεται το μωσαϊκό της ελληνικής μουσικής. «Η ποίηση του Ρίτσου απελευθέρωσε από μέσα μου όλες αυτές τις μελωδίες… Εχει μέσα και το επτανησιακό, και το κρητικό, και το λαϊκό, και το ρεμπέτικο στοιχείο, αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου…», θα πει χρόνια αργότερα ο συνθέτης σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ.

Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί το ορόσημο για την είσοδο του συνθέτη στον χώρο της λαϊκής μουσικής. Συμπυκνώνοντας τι καινούριο έφερε ο «Επιτάφιος» στην ελληνική μουσική, σημειώνει: «Ηταν ένας κύκλος τραγουδιών. Ηταν ακόμα η καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου ποιητικού πάθους. Ηταν, τέλος, μια νέα μορφή επικοινωνίας με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας, που έσπαζε τους παραδοσιακούς τρόπους παρουσίασης, ερμηνείας και επικοινωνίας και έφερνε σε άμεση επαφή τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές με τις μάζες».

Κυκλοφόρησε σε τρεις εκδόσεις. Δύο, το 1960, η μία σε διεύθυνση Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη και η άλλη σε διεύθυνση Μάνου Χατζιδάκι, με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Το 1963 έγινε η τρίτη με Θεοδωράκη – Χιώτη και ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα.

«Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»

Το 1945 – ’46 ο Ρίτσος γράφει τη «Ρωμιοσύνη».Το 1966 μελοποιείται από τον Μίκη. Είναι χαρακτηριστική η διήγηση του Μίκη για το πώς έγραψε τη «Ρωμιοσύνη» αλλά και για τη μεγάλη λαϊκή συναυλία που πραγματοποιήθηκε στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια το 1966.

«Τη “Ρωμιοσύνη” μού την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα από τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη “ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ”, για να μου τα εμπιστευθεί. Ομως, τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ωσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή (σ.σ. Γιορτή των Φώτων του 1966) κάποιο χέρι τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό…”, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη “Ρωμιοσύνη”.

Το καλοκαίρι του ’66, αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα: Συναυλία σε γήπεδο, μιας και δε μας χωρούσαν πια οι μικρές αίθουσες. Διαλέξαμε την ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια. Ηταν η πρώτη λαϊκή συναυλία σε ανοιχτό χώρο. Περάσαμε με το αυτοκίνητο και πήραμε απ’ το σπίτι τους τον Γιάννη και την Φαλίτσα. Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία, οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι.

Τι δεν έκανε η αντίδραση τότε, για να εμποδίσει το λαό να ‘ρθει να μας ακούσει! Εκατοντάδες με στολές γύρω γύρω, σαν μπαμπούλες, για να φοβίζουν. Αλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. Ως και το ηλεκτρικό ρεύμα σταμάτησαν, με αποτέλεσμα να μείνουν στο τούνελ οι συρμοί του Ηλεκτρικού.

Εμείς με τον Ρίτσο βγαίναμε απ’ τα αποδυτήρια στο γήπεδο, που ήταν ακόμα άδειο. Κοιτάζαμε τον ουρανό και σαν μέλη κάποιου φανταστικού αρχαίου χορού, φωνάζαμε μισοαστεία – μισοσοβαρά:

– Ελα Λαέ! Νίκησε Λαέ! Λαέ, δείξε τη δύναμή σου!

Και από μέσα, οι γυναίκες μας να μας μαλώνουν, μήπως και μας ακούσει κανείς και μας περάσει για τρελούς… Φαίνεται, όμως, πως οι προσευχές μας εισακούσθηκαν, γιατί αιφνιδίως το στάδιο γέμισε. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όρμησαν όλοι μαζί, γυναίκες, άντρες, παιδιά. Ξεχύθηκαν απ’ τα σοκάκια και τα στενά…

Παραμέρισαν τη φανερή και τη μυστική τρομοκρατία και έγιναν στην αρχή ένα χαρούμενο, πολύβουο πλήθος, που μας γέμισε αγαλλίαση και αμέσως μετά ένα σιωπηλό, παλλόμενο εσωτερικά εκκλησίασμα (…)

Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου, ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του.

Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ηταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη “Ρωμιοσύνη” ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…».«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»

Μέσα σε μια μέρα, στις 16 Σεπτέμβρη του 1968, στην καρδιά της δικτατορίας, ο εξόριστος Γιάννης Ρίτσος, στο Παρθένι της Λέρου, γράφει τα δεκαέξι από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Είχε προηγηθεί κρυφό μήνυμα του εξόριστου στη Ζάτουνα Μ. Θεοδωράκη, που ήθελε να μελοποιήσει ανέκδοτο έργο του ποιητή.

Το χρονικό του έργου περιγράφει ο ίδιος ο Γ. Ρίτσος, το 1973: «Τα “Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”, εκτός απ’ το 16 και 17, γράφτηκαν σε μια μέρα – στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 – στο Παρθένι της Λέρου, ύστερ’ από μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά το Γενάρη του 1973. Δε σκόπευα να δημοσιεύσω τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα κι είχα ζητήσει να μη μεταφραστούν και εκδοθούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να, που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε διάφορα ντόπια και ξένα περιοδικά κι έχουν γίνει δύο γαλλικές μεταφράσεις (…) και δεν ξέρω σε πόσες άλλες γλώσσες… Ετσι, δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Και τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη».

Μικρά στιγμιότυπα του χώρου, των ανθρώπων και της ιστορικής μνήμης αποτυπώνονται στην ποιητική σύνθεση, που μελοποιήθηκε στο εξωτερικό και υπήρξε το πρώτο μουσικό έργο του συνθέτη που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη δικτατορία με ερμηνευτές τον Γιώργο Νταλάρα και την Αννα Βίσση. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 17/1/73 στο «Αλμπερτ Χολ» του Λονδίνου, ενώ η πρώτη ηχογράφησή του έγινε στο Παρίσι, το 1973, με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου και Αχ. Κωστούλη.«Γειτονιές του κόσμου» και «Εβδομη Συμφωνία»

«Οι γειτονιές του κόσμου» γράφτηκαν από το 1949 έως το 1951, κατά τη διάρκεια της εξορίας του ποιητή στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη. Ο Γιάννης Ρίτσος ανασυνθέτει ολόκληρη τη δεκαετία του ’40. Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, οι μέρες του Δεκέμβρη, ο Εμφύλιος, η εξορία είναι τα θέματα γι’ αυτό το «τραγούδι», όπως το χαρακτηρίζει ο ποιητής. Ο Μ. Θεοδωράκης μελοποίησε εκτεταμένα αποσπάσματα της μεγάλης αυτής ποιητικής σύνθεσης το 1978. Ενα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε ο δίσκος με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη και Γιάννη Θωμόπουλο, με τη συμμετοχή της Χορωδίας της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και απαγγελία του Γ. Ρίτσου.

Μια άλλη συναρπαστική «συνάντηση» του Μ. Θεοδωράκη με τον ποιητή της «Ρωμιοσύνης» γίνεται στο πεδίο της λόγιας μουσικής, με την «Εβδομη Συμφωνία» του («Εαρινή Συμφωνία», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Η κυρά των αμπελιών»).

επιμελεια Γιωργος Αντωνακακης

πηγη΄΄Ρ”


Comments are closed.