επιμελεια Γιωργος Αντωνακακης

Ένας από τους στυλοβάτες της μουσικής μας παράδοσης και από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες στο κλαρίνο, που επί έξι δεκαετίες συνέβαλε στη διάδοση και στη διατήρηση της αυθεντικής παραδοσιακής μουσικής.

Ο Τάσος Χαλκιάς με το αγαπημένο του κλαρίνο

«Είσαι από εκείνους που μια σωστή πολιτεία θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών! Όλη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται μέσα στο κλαρίνο σου», είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ ο μεγάλος ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος έγραφε το 1985: «Στον ήχο του κλαρίνου του Τάσου Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει και χορεύει η Ελλάδα – θάλασσες και βουνά της, δεκαπεντασύλλαβα ποτάμια της, αρματολοί και κλέφτες, παλικαράκια στριφτομούστακα στη μάχη και στο τσάμικο, μαυροφορούσες ανταρτομανάδες και κοράσια πλεξουδοστεφάνωτα, πέντε κοτσύφια στον ελαιώνα και, στο βάθος βάθος, πάντα το άγρυπνο, μερακλωμένο αηδόνι».

Ο Τάσος Χαλκιάς διασκεδάζει μαχητές του ΔΣΕ

Η ξεχωριστή ποιότητα της μουσικής του, όμως, άγγιξε και το ξένο ακροατήριο.

Το 1979, ο καθηγητής μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης Τραν Βαν Κε είχε πει: «Ήμουν βέβαιος, ακούγοντάς τον, ότι είχα μπροστά μου έναν από τους μεγαλύτερους μουσικούς του κόσμου». Ενώ ο Μπενγκτ Χάλνκβιστ, Σουηδός φιλόσοφος και ιστορικός της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, έλεγε: «Ενιωσα με τη ζεστασιά της δύναμής του πως αυτή η μουσική, ερμηνευμένη από τον ασύγκριτο μαέστρο Τάσο Χαλκιά, ποτέ δε θα πεθάνει! Το κλαρίνο γι’ αυτόν είναι κάτι το ιερό, όπως η παράδοση».

Αφίσα του Τάσου Χαλκιά

Ο Τάσος Χαλκιάς γεννήθηκε στη Γρανιτσοπούλα το 1914. Μεγάλωσε στο Δεσποτικό της Ηπείρου, σε ένα σπίτι όπου η μουσική δε σταματούσε ποτέ. Το 1917, πεθαίνει η αδερφή του Πολυξένη και λίγο αργότερα ο πατέρας του. Παίρνει τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου από τον ξάδερφό του Μάνθο Χαλκιά. Ο αδερφός του Mήτσος τον καλεί στην Αθήνα, όπου διδάσκεται από τον κλαρινίστα Γιαούζο δυο τραγούδια, ένα μαρς του Καρά και το τραγούδι «Πανόργια» και από τον Κυριακάκη τις ψηλές νότες και ένα συρτό καλαματιανό. Επίσης μαθαίνει να διαβάζει λίγο μουσική. Το 1930, όλα τα αδέρφια μαζί δημιουργούν το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». Το 1931 γράφει το τραγούδι «Μη με κοιτάς που γέρασα». Τον ίδιο χρόνο παρουσιάζει με τα αδέρφια του στο θέατρο «ΟΛΥΜΠΙΑ» της Αθήνας τον «Τσάμικο Γάμο» (Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένα δείγμα του).

Ο Τάσος Χαλκιάς με τον γιό του Λάκη Χαλκιά

Το 1935 διδάσκει ο ίδιος. Πρώτος του μαθητής είναι ο Γεροδήμος. Παρουσιάζεται στο στρατό και υπηρετεί για δεκαοκτώ μήνες ως πυροβολητής. Το 1938 πεθαίνει η αδερφή του Σοφία. Μετά από σαράντα μέρες παντρεύεται τη φίλη της Χριστίνα. Το 1939 γεννιέται ο πρώτος του γιος Μιχάλης και το 1940 ο Αλέξανδρος. Καλείται να υπηρετήσει λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στον πόλεμο τραυματίζεται και μεταφέρεται στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Το 1941 βομβαρδίζεται το σπίτι του. Σκοτώνονται η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Μεταφέρεται στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στην Αθήνα. Νοσηλεύεται για ένα διάστημα και μετά πηγαίνει στη Λιβαδειά και συναντάει τ’ αδέρφια του Κυριάκο και Φώτη. Το 1942, επιστρέφει στα Γιάννενα και κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ. Τον τοποθετούν στο εφεδρικό. Εκεί στη Βίτσα Ζαγορίου γνωρίζει την Μαρίκα και παντρεύεται. Αποκτούν τρία παιδιά, τον Μιχάλη (Λάκη), την Νίκη και τον Χρήστο. Το 1951 επισκέπτεται τα αδέρφια του στην Αθήνα. Συναντιέται με τον παραγωγό της εταιρείας δίσκων της «Columbia». Ηχογραφεί μαζί με τα αδέρφια του. Το 1953-’54, συναντιέται με τον Νοτόπουλο και τον καθηγητή Γ. Α. Μέγα και ηχογραφεί ογδόντα τραγούδια μαζί με τα αδέρφια του για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών. Αυτό το διάστημα φέρνει στην Αθήνα και την οικογένειά του. Πηγαίνει στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια.

Ο Τάσος Χαλκιάς στη Νέα Υόρκη

Το 1960, ταξιδεύει για την Αμερική. Εκεί παίζει μαζί με τους Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Καλλέργη και τον Τζουανάκο στη Νέα Υόρκη για έξι μήνες. Ανανεώνει το συμβόλαιό του και παραμένει στο ίδιο μαγαζί για δεκαοκτώ μήνες. Παρουσιάζεται σε μαγαζιά της Φιλαδέλφειας και της Ουάσιγκτον. Στην Ουάσιγκτον εμπνέεται το περίφημο «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι». Το 1963, επιστρέφει στην Ελλάδα. Ηχογραφεί το σκάρο «Παράπονο του τσοπάνου» και το «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι». Ξαναφεύγει για δεύτερη φορά στην Αμερική, καλεσμένος από τη δισκογραφική εταιρεία «Alektor» της Νέας Υόρκης για να ηχογραφήσει μια σειρά από τραγούδια. Ηχογραφεί για την εταιρεία περίπου εκατό τραγούδια δημοτικά και λαϊκά και συγχρόνως εμφανίζεται στο ελληνικό κέντρο διασκέδασης «Σπηλιά» στη Νέα Υόρκη, όπου συναντάει τον περίφημο τζαζίστα κλαρινίστα Μπένι Γκούντμαν, ο οποίος είχε τη μουσική επιμέλεια μιας ταινίας και ηχογραφεί ένα μοιρολόι για να ακουστεί σε μια σκηνή όπου σκηνοθέτης ήταν ο Σεραφιάν Αντι.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1966, στήνει τη δική του δισκογραφική εταιρεία «Σπέσιαλ Μιούζικ», η οποία θα λειτουργήσει μόνο για μια δεκαετία. Συνεχιστής, αλλά και εμπνευστής μιας μεγάλης λαϊκής παράδοσης, ο Τάσος Χαλκιάς υπήρξε όχι μόνο ένας κορυφαίος οργανοπαίχτης, αλλά και συνθέτης. Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια που έγραψε περιλαμβάνονται ο «Ηπειρώτικος γάμος», το «Δεν μπορώ μανούλα δεν μπορώ», το «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», το «Μη με κοιτάς που γέρασα» κ.ά.

Το 1969, παθαίνει το πρώτο καρδιακό επεισόδιο. Τον επόμενο χρόνο συνεργάζεται, στην μπουάτ «Κύτταρο», με τον Διονύση Σαββόπουλο, όπου γνωρίζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο κι αρχίζει να συνεργάζεται μαζί του σε διάφορες ηχογραφήσεις σε έργα του συνθέτη. Το 1972 γράφει τη μουσική για την αρχαία τραγωδία «Αίαντας» του Σοφοκλή που ανεβαίνει από το ΚΘΒΕ. Εκπροσωπεί την Ελλάδα με το συγκρότημά του και με πρωτοβουλία της Ελένης Καραΐνδρου στο Α’ Φεστιβάλ Διεθνών Τεχνών, στο Maison de la Culture της γαλλικής πόλης Ρεν. Θα πει τότε: «Εχω δει χαΐρι και προκοπή και μέρες λαμπρές μπορώ να πω».

Παίρνει μέρος στο διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ μαζί με άλλους Ελληνες οργανοπαίχτες, με πρωτοβουλία πάλι της Ελένης Καραΐνδρου, σε μια προσπάθειά της να διαδώσει και να κάνει γνωστή και σε άλλους λαούς την παραδοσιακή μας μουσική και όλους αυτούς τους κορυφαίους λαϊκούς οργανοπαίχτες, που διαφύλαξαν, διέσωσαν και κυρίως έκαναν ακόμα πιο μεγάλη και πιο ελκυστική την παραδοσιακή μας μουσική, μέσα από την αγάπη τους γι’ αυτό που εξέφραζαν και τη θαυμάσια δεξιοτεχνία τους.

Το 1980 παίρνει μέρος στην ηχογράφηση της μουσικής του Χρήστου Λεοντή για τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (Θέατρο Τέχνης). Το 1981, πάλι μαζί με άλλους κορυφαίους Ελληνες λαϊκούς οργανοπαίχτες, παίζει για το «Τρίτο Πρόγραμμα» της Ολλανδίας, που μεταδίδει αυτή τη ζωντανή παρουσίαση μέσω του «Τρίτου Προγράμματος» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας απευθείας.

Το 1982, παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο «Λυκαβηττό» στη συναυλία – γιορτή για τα «125 Χρόνια των Χαλκιάδων», όπου την οικογένεια προλόγισε ο αξέχαστος Μάνος Κατράκης. Επίσης, παρουσιάζεται στο Συνέδριο Μεσογειακών χωρών στη Μασσαλία και τη Φλωρεντία. Το 1984, τον τιμά η αδελφότητα Αετόπετρας για τα πενήντα πέντε χρόνια προσφοράς του στο δημοτικό τραγούδι. Αλλη μια τιμητική διάκριση από το «Φάρο των Τυφλών». Τον ίδιο χρόνο παίρνει μέρος στο Φεστιβάλ των Βράχων στην Πετρούπολη. Ενώ το 1985 τον τιμά η αδελφότητα του χωριού Πολύδροσο Ιωαννίνων όπως και η αδελφότητα του χωριού Δεσποτικό Ιωαννίνων. Μόνο η επίσημη πολιτεία δεν του απέδωσε ποτέ τιμές που άξιζε.

Comments are closed.