Σωτηρία Μπέλλου (100 χρόνια από τη γέννησή της 29 Αυγούστου 1921 & 24 από το θάνατό της 27 Αυγούστου 1997)

Στην οδό Ιωνίας και Αγίου Μελετίου σε αυτό το τεράστιο μαγαζί που απέξω είχε μια μεγάλη ταμπέλα με κόκκινα γράμματα ‘’Δίας’’, είδα για τελευταία φορά τη Σωτηρία Μπέλλου ζωντανά, τέλος του 1992. Ήταν λίγους μήνες πριν διαγνωστεί, το Μάρτη του 1993, ο καρκίνος στο φάρυγγα. 

Αύγουστο γεννήθηκε, Αύγουστο «έφυγε», εκεί προς το τέλος του, κλείνοντας το καλοκαίρι με έναν βαρύ, μελαγχολικό τρόπο… Πρόλαβε, όμως και χάραξε με τη φωνή της το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, σφραγίζοντας με τη μοναδική ερμηνεία της δεκάδες μουσικές δημιουργίες. 

Η Σωτηρία Μπέλλου έρχεται σε αυτό τον κόσμο στις 22 Αυγούστου του 1921, στα Χάλια, σημερινή Δροσιά, έξω από τη Χαλκίδα. Ο Αύγουστος σημαίνει ελευθερία. Και η Μπέλλου έφερε σε όλη της τη ζωή τον Αύγουστο και ας τον πλήρωσε πολλές φορές ακριβά. 

Η Σωτηρία (μεγαλύτερη από το άλλα τέσσερα αδέλφια της) πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι.

Την μικρή Σωτηρία θα την έβρισκες συνέχεια σε μια εκκλησία να ψάλλει. Το απογεύματα παίζει με τα αγόρια στις αλάνες. Μέχρι τα έξι της χρόνια μεγαλώνει με την γιαγιά και τον παππού της, αφού οι γονείς της δουλεύουν πολλές ώρες στο μπακάλικο που διατηρούν.

Η Σωτηρία από παιδί ενδιαφερόταν για την επικαιρότητα, διαβάζοντας εφημερίδες εποχής, αλλά το πάθος της ήταν ανέκαθεν η μουσική. Tο μεγάλο της όνειρο είναι να γίνει τραγουδίστρια. Όνειρο που ξυπνάει όταν βλέπει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο την Προσφυγοπούλα με τη Σοφία Βέμπο. Η μικρή Σωτηρία μαγεύεται τόσο που αρχίζει να περνάει ώρες μπροστά στον καθρέφτη μιμούμενη το τραγούδι και τις κινήσεις της. Την εποχή αυτή, ηθοποιοί και τραγουδιστές είναι άνθρωποι του περιθωρίου και έχουν κακή φήμη. Σύντομα το πατριαρχικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει θα της επιβάλλει να παντρευτεί για να έχει μια ήρεμη ζωή στο χωριό. Κάτι που η προσωπικότητα της Μπέλλου δε θα αργήσει να το ανατρέψει…

Στα 17 της χρόνια παντρεύεται τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, που τον γνώριζε από το μαγαζί του πατέρα της. Οι συγκρούσεις με τον σύζυγό της θα την οδηγήσουν στα άκρα. Ο γάμος τους δεν είναι ευτυχισμένος. Ο σύζυγός της γυρνάει αργά στο σπίτι και όταν η Σωτηρία παραπονιέται, τη χτυπάει. Όταν θα μείνει έγκυος, θα τη χτυπήσει τόσο πολύ που τελικά θα αποβάλλει. Παρά τους ξυλοδαρμούς, το ζευγάρι συνεχίζει την κοινή ζωή. Όταν η Μπέλλου μαθαίνει ότι ο σύζυγός της την απατά, στη διάρκεια ενός καυγά θα του ρίξει βιτριόλι στο πρόσωπο. Ο άντρας των εφιαλτών της, την οδηγεί στη φυλακή. Για την πράξη της αυτή θα καταδικαστεί σε τρία χρόνια στις φυλακές Αβέρωφ. Μετά από 4 μήνες αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην οικογένειά της. Στη Χαλκίδα είναι δακτυλοδεικτούμενη. Το κλίμα είναι βαρύ και δεν τη σηκώνει. 

Προτιμά να αφήσει τις ανέσεις της οικογένειάς της και να κερδίσει τη ζωή, όχι ως η «Σωτηρία» που επιτάσσει η πατριαρχική εποχή, άλλα ως η «Μπέλλου» που αργότερα θα κατακλύσει τα πάλκα με τη φωνή της. Μαζεύει τις αποσκευές της, μπαίνει στο τρένο και φεύγει για την Αθήνα. Ταξιδεύει μία μέρα μετά την 28η Οκτωβρίου του ’40. Το τρένο που την μεταφέρει είναι γεμάτο φαντάρους. Ένας, μάλιστα, βλέποντας τη Σωτηρία ταλαιπωρημένη θα της δώσει λίγο ψωμί να φάει. Η Σωτηρία μετά την αποφυλάκισή της οργανώνεται στην αριστερά. Οι γονείς της φοβούνταν πάντα μη γίνει κομμουνίστρια και τραγουδίστρια. Η Μπέλλου έγινε και τα δύο…

Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 μέχρι και το 1946, όταν εισέρχεται πλέον στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, είναι μια περιπέτεια. Οι δουλειές που έκανε για να επιβιώσει ήταν αμέτρητες, από λαντζιέρα σε εστιατόριο μέχρι αχθοφόρος σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια των τρένων, ενώ με τα χαρτζιλίκια που μάζευε κατάφερε να ενοικιάσει τελικά ένα διαμέρισμα και να αγοράσει μια κιθάρα, καθώς η μουσική παρέμενε το μεγάλο της πάθος.

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα στρατεύεται στο ΕΑΜ, όπου συμμετέχει ενεργά τόσο μεταφέροντας μηνύματα μεταξύ των αντιστασιακών, αλλά και με την παρουσία της σε συσσίτια και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Ασυμβίβαστη, με αγωνιστική διάθεση, δέθηκε με το λαό, όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια της αλλά και με κοινούς αγώνες. Με αγωνιστική συνεισφορά στα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, διακινούσε τον παράνομο «Ριζοσπάστη». Η ενεργός της δράση στην αντίσταση, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1943 μετά από προδοσία και το βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της Μέρλιν. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ερωτεύεται για πρώτη φορά. Τον έρωτα θα τον βρει στα μάτια ενός Ιταλού που την βοηθάει να φύγει απ’ τα κρατητήρια. Γνωρίζεται με τον Χαρίλαο Φλωράκη και στα Δεκεμβριανά λαμβάνει μέρος στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή. Με την έναρξη του εμφυλίου, η Σωτηρία Μπέλλου συλλαμβάνεται ξανά από τους χωροφύλακες και γνωρίζει έναν νέο κύκλο ξυλοδαρμών και βίας λόγω των φρονημάτων της. Την κρατάνε με άλλους κομμουνιστές και αριστερούς στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου, στο καμπαρέ «Κιτ-Κατ».

Παρά τις δυσκολίες, η καρδιά της της λέει να κυνηγήσει το όνειρό της. 

Το 1945 η φωνή της Μπέλλου αντηχεί στα στενά των Εξαρχείων. Αν ακολουθήσεις τη φωνή, θα μπεις στην ταβέρνα του Καλλέργη. Ένα βράδυ η Σωτηρία Μπέλλου θα πει το τραγούδι «Αντιλαλούν οι φυλακές» του αγαπημένου της ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη. Την ακούει ο Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος πάει στον Τσιτσάνη και του λέει: «Βασίλη, άκουσα μια μεγάλη φωνή». Το αφτί του Τσιτσάνη που δύσκολα κάνει λάθος, της ανοίγει το δρόμο. Της προτείνει λοιπόν να ηχογραφήσουν τα τραγούδια «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο». Η Σωτηρία Μπέλλου τον Οκτώβριο του 1946 σπάει τα ταμπού της εποχής και γίνεται η πρώτη γυναίκα στο πάλκο, έχοντας μία καρέκλα ανάμεσα στους άντρες.

Στο μεταξύ η οικογένεια της έχει χάσει τα ίχνη της. Όλοι νομίζουν ότι η Σωτηρία έχει πεθάνει στα Δεκεμβριανά. Μια μέρα η μάνα της διαβάζοντας εφημερίδα βλέπει τη φωτογραφία της κόρης της να τραγουδάει δίπλα στον Τσιτσάνη. Παίρνει αμέσως το τρένο για την Αθήνα και πηγαίνει να τη συναντήσει στο μαγαζί που τραγουδάει. Η Μπέλλου αρχίζει πάλι να βλέπει την οικογένειά της. Παράλληλα, η συνεργασία με τον Τσιτσάνη την έχει απογειώσει. Αποκορύφωμα της συνεργασίας τους είναι τώρα το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Η Μπέλλου είχε έντονο χαρακτήρα. Αυτός θα τη φέρει συχνά σε ρήξη με τον Τσιτσάνη. Όμως οι μεταξύ τους καβγάδες δε θα σταθούν εμπόδιο στη συνεργασία τους. Η εκτίμηση της Μπέλλου για τον Τσιτσάνη είναι μεγάλη και οποιαδήποτε ρήξη μεταξύ τους δε θα κρατήσει πολύ. Την περίοδο του εμφυλίου το δίδυμο Μπέλλου-Τσιτσάνης διακόπτει τη συνεργασία του. Αφορμή θα σταθεί μια παραγγελιά. 

Ένα απ’ τα βράδια που Τσιτσάνης-Μπέλλου γεμίζουν το μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» με τις μουσικές τους, μια παρέα από χίτες μπαίνουν στο μαγαζί και της ζητάνε να πει το «Του αετού ο γιός». Η Μπέλλου που δεν ανέχεται να σκύβει κεφάλι για κανέναν του απαντά «Α πάενε ρε» και τότε οι χίτες της ορμάνε και την ξυλοφορτώνουν. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» λέει η ίδια για το περιστατικό. 

Σταματάει τη συνεργασία με τον Τσιτσάνη, βρίσκει καταφύγιο στο πλευρό του αγαπημένου της Μάρκου Βαμβακάρη στου «Παναγάκη», στην οδό Αλκαμένους. Εκεί τους συναντά ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις και τους ζητά να εμφανιστούν στο «Μουσούρη», όπου αποθεώνονται. 

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν ένας άνθρωπος με πάθη. Ζει γι’ αυτά και με αυτά. Βάζει στοιχήματα για οποιοδήποτε λόγο και σε κάθε ευκαιρία παίζει ζάρια. Στα τέλη δεκαετίας του ’50 η Μπέλλου γίνεται ανεπιθύμητη στα μαγαζιά που τραγουδούσε και βυθίζεται ακόμη περισσότερο στο μεγάλο της πάθος.

Είναι αρχές του ’60 όταν πέφτει σε βαθιά μελαγχολία. Μια ζωή γεμάτη βία και πάλη για επιβίωση. Για μεγάλο διάστημα είναι εξαφανισμένη. Απομονώνεται, νευριάζει εύκολα, τσακώνεται και πίνει δίχως μέτρο. Ένα βράδυ θα πάθει κρίση και μια φίλη της τη μεταφέρει σε ψυχιατρική κλινική. Η διάγνωση είναι μανιοκατάθλιψη. 

Μένει για λίγο στην κλινική, αλλά σύντομα θα το σκάσει. Βρίσκεται σε απόγνωση. Οικονομικά έχει καταστραφεί. Ζητάει λεφτά από γνωστούς και δεν της δίνουν γιατί πιστεύουν ότι θα τα παίξει στο τζόγο. Αρχίζει να πουλάει τσιγάρα στα νυχτερινά κέντρα. Ένα απ’ αυτά τα βράδια θα συναντήσει τον Κώστα Καζάκο. Ο Καζάκος θα της γνωρίσει τον Αλέκο Πατσιφά, εγκέφαλο της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα. Ο Πατσιφάς θα την επαναφέρει στο φως και θα κάνει τη σπουδαία ρεμπέτισσα, θρύλο.

Στα χρόνια της πολυτάραχης ιστορίας της μεταπολεμικής Ελλάδας και παράλληλα του ελληνικού τραγουδιού, η Μπέλλου τραγούδησε δημιουργίες των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Άνοιξε, άνοιξε», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Ο ναύτης» και «Το σβηστό φανάρι» του Γιώργου Μητσάκη, «Είπα να σβήσω τα παλιά» του Απόστολου Καλδάρα και αμέτρητα άλλα. Το 1966 κερδίζει τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους της έπειτα από συνεργασίες με έντεχνους συνθέτες της εποχής όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος («Ζεϊμπέκικο»), ο Ηλίας Ανδριόπουλος («Μην κλαις», «Λαϊκά προάστια») και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα», «Το φράγμα»).

Το Μάρτη του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα. 

Εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα ενώ ύστερα από λίγους μήνες έχασε τη φωνή της. Δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.

Η μεγάλη Σωτηρία Μπέλλου έφυγε, αλλά είναι παρούσα. Δε λείπει από κοντά μας. Και αυτό το αφιέρωμα δε μπορεί να κλείσει χωρίς κάποια από τα τραγούδια που ήταν σταθμός, για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, μέσα από την ερμηνεία της.

Σύνταξη : Γιάννης Αγγέλου

επιμελεια Γιωργος Αντωνακακης πηγη αλτ.gr

Πηγές: www.rizospastis.grwww.alfavita.grwww.maxmag.grwww.hellenicaworld.com

Comments are closed.