Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: Η «ιστορία αγάπης» που κρύβεται στους στίχους
Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς είναι λίγο … ασυνάρτητα; Όσο και αν προσπαθήσετε δεν βγαίνει νόημα μεταξύ των στίχων. Για να θυμηθούμε τα Κάλαντα:
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (με αστερίσκο τα λόγια αγάπης).
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά (*)
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Εκκλησιά με τα’ άγιο θόλος (*)
Άγιος Βασίλης έρχεται
Και δε μας καταδέχεται (*)
Από την Καισαρεία
Συ είσ’ αρχόντισσα κυρία (*)
Βαστάει πένα και χαρτί
Ζαχαροκάντυο ζυμωτή (*)
Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι
Δες και με το παλικάρι (*)
Στο διαδίκτυο σε πολλούς δικτυακούς τόπους υπάρχει η ιστορία ενός νέου στην εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ερωτοχτυπημένου, που λέει τα κάλαντα σε μια αρχόντισσα και απευθύνει τους στίχους του στη νεαρά, μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας και με τους στίχους αυτούς, καμουφλαρισμένους της εκφράζει τον έρωτά του.
Αυτή η ιστορία, σύμφωνα με τον κ. Νίκο Πάνο, ιερέα στη Ριζάρειο Ιερατική Σχολή και καθηγητή Καλλιτεχνικών, σε σχετικό αφιέρωμα στο Alfa Vita.gr, είναι ότι οι στίχοι αυτοί λέγονταν από όλους τους νέους της βυζαντινής εποχής.
Αναφέρει ότι τα κάλαντα τότε δεν τα έλεγαν τα μικρά παιδιά αλλά οι νέοι (δες κι εμέ το παλληκάρι λένε στα κάλαντα), που έβρισκαν την ευκαιρία με τα κάλαντα να επισκεφθούν τα σπίτια των αγαπημένων τους κοριτσιών και να δουν και να εκφράσουν την αγάπη τους με τον καλυμμένο τρόπο των καλάντων.
Στην Ανατολική Ρωμυλία το έθιμο να λένε οι νέοι τα κάλαντα στα σπίτια των κοριτσιών τηρούνταν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τις διηγήσεις της μητέρας μου (Ανατολική Ρωμυλία, Καρυές), και η συνήθεια αυτή των Καρυωτών μεταφέρθηκε και στα Γιαννιτσά όπου κατέφυγαν ως πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν (στο Συνοικισμό των Καρυωτών).”
Ας πάμε όμως στην πλειοψηφική διαδικτυακή εκδοχή και να εστιάσουμε στην ιστορία ή καλύτερα στον λαϊκό μύθο που λέγεται ότι βρίσκεται καλά κρυμμένος στο επί πάρα πολλά χρόνια διασημότερο πρωτοχρονιάτικο άσμα.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Γιατί ψάλλονται; Από ποιους και πότε;
Τα συγκεκριμένα τραγούδια ψάλλονται στις γειτονιές για να «μεταδώσουν» το γιορτινό πνεύμα αλλά και για να λάβουν όσοι τα ψέλνουν φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα).
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ενήλικα άτομα, είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες.
Κρατώντας το πατροπαράδοτο σιδερένιο τρίγωνο αλλά και άλλα μουσικά όργανα όπως ακορντεόν, φυσαρμόνικα, κιθάρα, χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και ρωτούν: «Να τα πούμε;».
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (όπως και των Χριστουγέννων) αναγγέλλουν τη γιορτή που έρχεται ενώ σύμφωνα με τους αναλυτές που έχουν κάνει σχετικές έρευνες φέρουν το όνομα τους από τις Καλένδες του Ιανουαρίου της Ρωμαϊκής εποχής. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα σημειώνεται πως η Πρωτοχρονιά ξεκίνησε να γιορτάζεται τον Ιανουάριο, ενώ μέχρι τότε γιορταζόταν Μάρτιο.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να προέρχονται από το αρχαιοελληνικό έθιμο της Ειρεσιώνης. Η Ειρεσιώνη ήταν ένα κλαδί αγριελιάς, πάνω στο οποίο οι αρχαίοι κρεμούσαν λευκές και κόκκινες κορδέλες που είχαν φτιαχτεί από μαλλί προβάτου και σε αυτές έδεναν καρπούς από τη φθινοπωρινή σοδειά, για να ευχαριστήσουν για τη γονιμότητα τους έτους που τελείωνε και να παρακαλέσουν να έχουν και το επόμενο.
Ωστόσο τα κάλαντα είχαν απορριφθεί από την Εκκλησία και είχαν χαρακτηριστεί ως ειδωλολατρικό έθιμο.
Με την πάροδο όμως των ετών έγιναν αποδεκτά και αφομοιώθηκαν πλήρως από τον Χριστιανισμό.
Τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια όμως η Εκκλησία προσπαθούσε να περιορίσει και να εκτοπίσει όλες τις μεγάλες γιορτές και έτσι μετέβαλλε σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα των στίχων δίνοντας τους μια επίφαση χριστιανική, την οποίαν διατηρούν ακόμη και σήμερα.
Η ιστορία του νεαρού
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα λοιπόν λέγεται όμως πως «κρύβουν» κατά τον θρύλο που τα «ακολουθεί» μια ιστορία αγάπης.
Όπως όλα δείχνουν το ποίημα αναφέρεται σε ένα νεαρό από τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα.
Επειδή όμως δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει, παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου, να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα, που είχε συνθέσει.
Αρχίζει λοιπόν και βάζει ενδιάμεσους στίχους ανάμεσα στις ευχές, με σκοπό να εκδηλώσει με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο τον έρωτά του για εκείνη.
Με αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε, ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες αλλά ταυτόχρονα θα «παίνευε» την καλή του.
Έτσι λοιπόν την αποκάλεσε ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.
Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφή, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με τ’ Άγιος θόλος (θόλος εκκλησίας).
Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται (παρ΄όλο που έρχεται ο Άγιος Βασίλης) γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.
Τέλος κλείνει με όμορφα λόγια.
Την λέει ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά (δες και με το παλικάρι).
Τα κάλαντα αποτελούν ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται σε ολόκληρη την Ελλάδα σε αντίθεση με άλλα που με το πέρασμα των χρόνων απειλούνται να εξαφανιστούν.
Λόγω των παραλλαγών, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα της κάθε περιοχής χωρίζονται σε παραδοσιακά, αστικά και στα τοπικά. Σε διάφορες περιοχές οι στίχοι αλλάζουν όπως επίσης και ο ρυθμός τους ενώ όσους τα ψέλνουν τους συντροφεύουν τα μουσικά όργανα του κάθε τόπου.
Επίσης αλλαγές στους στίχους παρατηρούνται με την πάροδο των ετών. Για παράδειγμα σε μια παλιά τους εκδοχή οι στίχοι αναφέραν: «Βαστάει εικόνα και χαρτί, με το Χριστό το Λυτρωτή» ενώ τώρα στο συγκριμένο σημείο αναφέρεται: «Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή».