Τα πρώτα μάτια εμφανίστηκαν στα ζώα πολύ πριν την Κάμβρια έκρηξη των ειδών, που συνέβη πριν από 541 έως 530 εκατομμύρια χρόνια και οδήγησε στη δημιουργία ενός πλούσιου και πολυποίκιλου ζωικού βασιλείου. Ορισμένες από τις πρώιμες εκδοχές ματιού ήταν το απλό μάτι – λάκκος, ένα είδος ιστού μέσα σε ένα κοίλωμα στην εξωτερική επιφάνεια του ζώου, που καλυπτόταν από φωτοευαίσθητους υποδοχείς. Οι επιστήμονες το αποκαλούν και σημειακό μάτι, μια απλή περιοχή του ζωικού οργανισμού, που ανιχνεύει το φως.
Στο πέρασμα του χρόνου εμφανίστηκε η ανατομία του ματιού. Αναπτύχθηκαν φακοί και κερατοειδείς χιτώνες, που καμπυλώνουν και συγκεντρώνουν το φως, με τους τελευταίους να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τους οργανισμούς που ζουν στην ξηρά. Ο κερατοειδής, που στο ψάρι είναι απλά ένα διαφανές προστατευτικό του ματιού, έγινε ένα σημαντικό δομικό στοιχείο του, καθώς στα στεριανά ζώα υπάρχει από τη μια μεριά υγρό και από την άλλη αέρας.
Ορισμένοι οργανισμοί διατήρησαν τις πρώιμες βασικές δομές. Τα ταινιοειδή σκουλήκια και τα μαλάκια συνεχίζουν να έχουν τα απλά μάτια – λάκκους, ενώ άλλα ανέπτυξαν συστατικά με κάτοπτρα, περίπλοκες δυναμικές της κόρης του ματιού και διατάξεις που επιτρέπουν στον κάτοχό τους να δει ταυτόχρονα πάνω και κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ακόμη και ζώα που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε άλλες αισθήσεις, πέρα από την όραση, συνεχίζουν να διαθέτουν εξαιρετικά οφθαλμικά χαρακτηριστικά.
Στις φωτογραφίες εμφανίζονται μάτια από ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Ορισμένα μοιάζουν με τα ανθρώπινα. Κάποια (μη εικονιζόμενα) έχουν ικανότητες που θα ήταν ενδιαφέρον να έχουν και τα μάτια των ανθρώπων. Για παράδειγμα, τα μάτια των πουλιών βλέπουν τμήμα του υπεριώδους φάσματος, ικανότητα που χρησιμοποιούν για την αναζήτηση τροφής, αλλά και στη διαδικασία ζευγαρώματος, ενώ οι αλογόμυγες, ορισμένα καβούρια και άλλα ζώα βλέπουν το πολωμένο φως, δηλαδή φως στο οποίο το ηλεκτρικό πεδίο όλων των φωτονίων ταλαντώνεται στο ίδιο επίπεδο. Καθώς το ανακλώμενο φως είναι σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό πολωμένο, η παρατήρηση μιας ομοιόμορφης περιοχής (π.χ. μιας βρεγμένης παραλίας ή ενός λιβαδιού) κάνει πιο ευδιάκριτη οποιαδήποτε κίνηση ακόμη και από μεγάλη απόσταση.