Νικηφόρος Βρεττάκος: «Δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες το φως του ήλιου»
«…Γιατί ποιητής της ρίμας κι αν γεννήθηκα
Εχω κι ωραίος στρατιώτης γεννηθεί.
Με την πληγή του στήθους μου πορεύομαι,
να κρύψω ενός πλανήτη την πληγή»
(«Στους “ευγενείς”», από τη συλλογή «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου»)
30 χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες (4 Αυγούστου) από τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου, του ποιητή που αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στην αλήθεια και την ομορφιά του κόσμου, του ποιητή που στο επίκεντρο της δημιουργίας του βρίσκονται όλοι αυτοί οι «ταπεινοί» και οι «αγνοημένοι» που αγωνίζονται για την κοινωνική τους απελευθέρωση.
Για τον ίδιο, «η ποίηση είναι μια καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο». Αυτή είναι και η βασική ιδέα που πλημμυρίζει την ποίησή του και την καθιστά συλλογική πράξη. «Στον παρόντα και τον ερχόμενο άνθρωπο» επιδίωκε να μιλήσει με τα έργα του. Αλλωστε, κεντρικός πυρήνας της ποίησής του είναι ο άνθρωπος. Και αυτή η πίστη στον εργαζόμενο άνθρωπο είναι που τον βοήθησε να ισορροπήσει «στους κλυδωνισμούς αυτούς της ζωής» και να τους ξεπεράσει, όπως είχε αναφέρει στον «Ριζοσπάστη».
Ο ίδιος πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο… Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη “μοίρα” του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Και στάθηκε πάντα δεμένος με τον κόσμο, με τη ζωή και τα φαινόμενά της και σαν ευαίσθητος δέκτης τους έγινε αληθινός εκφραστής τους. Και αυτό το αποδεικνύει μέσα από το μεγάλο έργο του, που συνέβαλε στην αφύπνιση και χειραφέτηση της εργατικής τάξης και του λαού μας. Οι περισσότεροι φιλόλογοι, κριτικοί λογοτεχνίας τον παρουσιάζουν ως έναν υπερρεαλιστή, λυρικό ποιητή, που με την ποίησή του υμνεί τη φύση, την αγάπη και την ειρήνη, τον άνθρωπο – γενικά και αόριστα σαν ιδέα. Ο ίδιος όμως τα χρησιμοποιεί ως συμβολισμούς για να τραγουδήσει τη δύναμη του ανθρώπου του μόχθου, «αυτού που χτίζει, αυτού που οργώνει, αυτού που κατεβαίνοντας ανοίγει δρόμους στης γης τα έγκατα κι ανεβάζει το κάρβουνο στους ώμους του». Τραγουδά τον άνθρωπο που έχει τη δύναμη να υπερνικήσει όχι μόνο τους φυσικούς, αλλά και τους κοινωνικούς καταναγκασμούς.
Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στις Κροκεές Λακωνίας, όπου πέρασε και τα παιδικά του χρόνια. Γυμνάσιο πήγε στο Γύθειο, όπου φοίτησε με πολλές δυσκολίες λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της οικογένειάς του. Στο ίδιο σχολείο, την ίδια περίοδο, φοιτά και ο Γιάννης Ρίτσος.
Τελειώνοντας το σχολείο, αναχωρεί για την Αθήνα με όνειρο να συνεχίσει τις σπουδές του, ένα όνειρο που δεν θα πραγματοποιηθεί κάτω από την πίεση της ανάγκης για άμεση εύρεση εργασίας. Η λογοτεχνική του πορεία ξεκινά στα 17 του χρόνια, με την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Κάτω από σκιές και φώτα».
Σε ηλικία 23 ετών καταγγέλλει την επέμβαση του Μουσολίνι στην Αιθιοπία και καταδικάζει την υποκριτική στάση του κλήρου απέναντι στον πόλεμο, στο πρόσωπο του Πάπα. Το ολιγοσέλιδο έργο του «Ο πόλεμος» οδηγείται στην πυρά από τη μεταξική δικτατορία ως «επικίνδυνο». «Συγκέντρωσαν λοιπόν σε σωρούς τα απαγορευμένα βιβλία και τους έβαλαν φωτιά έξω από το Πανεπιστήμιο, ενώ “άνδρες” της Ασφαλείας, ντυμένοι με πολιτικά ρούχα, έστηναν κανιβαλικούς χορούς γύρω από τις φλόγες. Κοίταζα αυτές τις σκηνές, σταματημένος λίγο μακρύτερα… Δεν ξεχώρισα όμως τίποτα, οι φλόγες ήτανε όλες ομοιόμορφες και το μόνο που είδα ή ήξερα ήταν ότι μαζί με τις άλλες ιδέες καιγότανε και ο δικός μου χριστιανισμός…», θα γράψει στην «Οδύνη».
Τα χρόνια αυτά ο Βρεττάκος εντάσσεται στην ομάδα των πρωτοπόρων ανανεωτών ποιητών. Εχει επαφές με τον Ρίτσο, ο οποίος συμβάλλει στον ιδεολογικό του προσανατολισμό.
Στα επόμενα χρόνια ο Νικηφόρος Βρεττάκος στέκεται στο πλευρό του μαχόμενου λαού. Το 1940 πολεμά στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης. Για αυτή του την εμπειρία γράφει: «Επέζησα έχοντας κερδίσει μια σπουδαία εμπειρία. Γύρισα μ’ έναν απέραντο θαυμασμό για τον ελληνικό λαό αυτόν καθ’ εαυτόν… Να ένα θαυμαστό καταφύγιο. Γυρίζοντας θα πήγαινα μαζί του». Η απόφαση να στρατευθεί με τη δράση του και την ποίησή του στον αγώνα των καταπιεσμένων θα είναι οριστική και αμετάκλητη.
Την περίοδο της Κατοχής παλεύει μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, ενώ στρατεύεται και με τα μεγάλα ιδανικά του κομμουνιστικού κινήματος. Με τον τρόπο του και τη μεγάλη ευαισθησία του παίρνει θέση απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω του. Τα έργα του «Ηρωική Συμφωνία» (1944), «Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ» (1945) κ.ά. αποτελούν μια μαρτυρία των γεγονότων της εποχής.
Αναψες κάτω απ’ το σακκάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο.
Καρδιά των καρδιών! Κοίταξες τον ήλιο και προχώρησες.
Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον Ανθρωπο!
(Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή, από τη συλλογή «Η παραμυθένια πολιτεία», 1947)
Η μεγάλη ταξική αναμέτρηση τον Δεκέμβρη του 1944 και ο αγώνας του λαού της Αθήνας να διαφεντέψει τη μοίρα του γίνονται η πηγή έμπνευσης της σύνθεσής του «33 μέρες» – γραμμένη σε πεζό – που αποτελεί ύμνο στους αγώνες του θρυλικού λόχου σπουδαστών «Λόρδος Βύρων», που «κοιτώντας τα σύννεφα γύρευε διέξοδο μέσα στο μέλλον…».
…Κ’ οι λαβωμένοι βουτούσαν τις σημαίες στο αίμα
και πηδώντας απάνω στα σπασμένα τους γόνατα τις σηκώναν ψηλότερα.
Κι άλλοι πέφτανε μπρούμυτα πάνω στην άσφαλτο.
Και τραγουδώντας οι άλλοι τη λευτεριά και το δίκιο, τους τράβαγαν στις άκρες του δρόμου.
Και ξαπλωνόταν ένας – ένας ανάσκελα, διπλωνόταν στη ματωμένη
σημαία του κ’ έσφιγγε τις γροθιές του στο στήθος και πέθαινε.
Κι έτσι βασίλεψε ο ήλιος στις 3 του Δεκέμβρη…
Το 1945 ο Βρεττάκος αναλαμβάνει τη βιβλιοκριτική στο προοδευτικό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου αργότερα θα διατελέσει αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής. Μέσα από τη στήλη «Το βιβλίο» προσφέρει πολύτιμες αναλύσεις μίας πληθώρας λογοτεχνικών έργων του Τάσου Λειβαδίτη, του Τίτου Πατρίκιου, του Μίλτου Σαχτούρη, της Ρίτας Μπούμη-Παπά, του Οδυσσέα Ελύτη, του Αγγελου Σικελιανού, του Κωνσταντίνου Καβάφη και άλλων.
Την ίδια περίοδο απολύεται από το υπουργείο Εργασίας για τα πολιτικά του φρονήματα. Το 1950 κυκλοφορεί το λυρικό δράμα «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου».
Το 1957 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ενωση, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα. Οι εντυπώσεις του από εκείνο το ταξίδι θα καταγραφούν στο οδοιπορικό «Ο ένας από τους δύο κόσμους», για το οποίο θα γνωρίσει και διώξεις. «Το μεγαλύτερο απρόοπτο για μένα, στάθηκε ο ίδιος ο λαός της Σοβιετικής Ρωσίας, όπως τον γνώρισα στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ κι ακόμα από σταθμό σε σταθμό, ταξιδεύοντας για τη Μόσχα… Ο σοβιετικός λαός σαν καλοσύνη, σαν ανθρωπιά, σαν ψυχική καλλιέργεια… Ενα λόγο θεωρώ την παιδεία, που έχει γίνει υποδειγματική στη Σοβιετική Ενωση, μια παιδεία πλήρης και προσιτή σε όλους. Κι ακόμα, εκτός από την παιδεία, κάτι που κι αυτό το χρωστάει στη νέα εξουσία, ο θρησκευτικός σεβασμός του ατόμου προς το σύνολο και του συνόλου προς το άτομο, πράγμα που δείχνει πως έχει αναπτυχθεί στον καθένα η συνείδηση μιας βαθύτερης ανθρώπινης υποχρέωσης, αναδεικνύοντας έτσι σ’ ένα ανώτερο επίπεδο τον ανθρώπινο χαρακτήρα», γράφει ο Βρεττάκος.
Τα επόμενα χρόνια ο ποιητής συνεχίζει να γράφει. Κατόρθωσε να κατακτήσει με την ποίησή του μια από τις καλύτερες θέσεις στο πάνθεον της νεότερης ελληνικής ποίησης. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.
Πότε πιο «δυνατά», πότε πιο «χαμηλόφωνα» και «εξομολογητικά», η ποίησή του δεν χάνει τον προσανατολισμό της. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του «η προσυπογραφή μιας ενδεχόμενης ήττας της ανθρωπότητας», αναφέρει προς το τέλος της ζωής του στον «Ριζοσπάστη». Εκεί στέκεται και στην έννοια του ηρωισμού και το πώς νοηματοδοτείται ανάλογα με τις εποχές. «Ηρωισμός είναι και το να έχεις τη δύναμη να λες την αλήθεια σε μια εποχή που ενοχλεί τις κατεστημένες ψευδοαρχές. Ηρωισμός είναι το να παλεύεις για την ειρήνη σε μια εποχή που όλα τα ατού στα χέρια του τα έχει ο πόλεμος. Ηρωισμός είναι το να κάνεις το χρέος σου…».
…Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
(«Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου»)Αλ. Πρ.
επιμελεια Γιωργος Αντωνακακης πηγη ΄΄Ρ”