«Μέσα στο λόγο το δικό μου όλ’ η ανθρωπότητα πονεί»

0
338

Της Αγγελικής Αθανασακοπούλου

Η πρώτη μέρα του Μαγιού έφτασε πάλι και ο κόσμος της εργασίας γνωρίζει πως υπήρξαν ανατολές μιας τέτοιας μέρας που πνίγηκαν στο αίμα εκείνων που αγωνίστηκαν για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Εξάλλου, κάθε ώριμος άνθρωπος έχει εμπεδώσει ότι στη ζωή δεν κερδίζεις ό,τι αξίζεις, αλλά ό,τι ανυποχώρητα διεκδικείς.

Η ιστορία των εργατικών κινητοποιήσεων αφήνει τη σφραγίδα της στο Σικάγο στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι όροι εργασίας που ανταποκρίνονται και σέβονται τα ανθρώπινα όρια ήταν το αυτονόητο που κανένας, όμως, εργοδότης δεν ήθελε να γίνει και κατανοητό. Με τη χρήση της βίας, προσπάθησε να εμποδίσει κάθε βελτίωση της θέσης του εργάτη, καθώς το κέρδος ήταν για εκείνον ο μοναδικός βωμός στον οποίο κατέφευγε με ευχαρίστηση. 

Οι θυσίες, όμως, των εργατικών συνδικάτων δεν περιορίστηκαν στις Η.Π.Α.. Βρήκαν το γόνιμο έδαφός τους και στην Ελλάδα τον τραγικό Μάη του 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κρατούν τη σημαία του αγώνα και πίσω τους ακολουθούν και άλλοι άνθρωποι του μεροκάματου.

Στον πρώτο νεκρό, Τάσο Τούση, ο Γιάννης Ρίτσος βρίσκει το σύμβολο του εργαζόμενου που έκανε τη μάνα του μια τραγική φιγούρα πόνου, άλλα έγραψε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και την πιο μεγάλη αλήθεια: Αν φοβάσαι να παλέψεις για το δίκιο σου και να συναιρέσεις το εγώ σου στο εμείς του κόσμου της εργασίας, τότε αξίζεις κάθε υποτίμηση και ταπείνωση. Σήκω όρθιος και βρες το θάρρος να ζωγραφίσεις την Άνοιξη που ονειρεύτηκες!

Σε αυτήν την προσωπική υπέρβαση, οι επιπτώσεις ήταν σκληρές, καθώς κάθε αίσθημα φιλίας ή κοινωνικής αβρότητας κρίνεται στη σύγκρουση των συμφερόντων.

Η μητέρα διαπιστώνει με παράπονο και οργή:

«Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,

τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.»

(…)

«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,

ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»

(….)

Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω

τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Τα χρόνια πέρασαν. Η επιστήμη και η τεχνολογία γνώρισαν ανάπτυξη και άλλαξαν την καθημερινότητα των ανθρώπων. Ωστόσο, ο μορφωμένος ή ανειδίκευτος εργάτης παραμένει «στο πόστο του σκυφτός», δουλεύοντας νύχτα μέρα, για να κερδίσει μια θέση στον ήλιο. Βιώνει, όμως, το σισύφειο μαρτύριο, καθώς είναι καταδικασμένος να μη φτάσει ποτέ στις κορυφές της αγοράς με τα ψίχουλα που αυτή του προορίζει. Θυσιάζει τον ελεύθερό του χρόνο, αφήνει τη δια βίου μάθησή του, χάνει την ουσιαστική επαφή του με την οικογένεια και τους φίλους και πάλι δεν καταφέρνει να καλύψει τις ανάγκες του. Γι’ αυτήν την κατάσταση, συνοψίζει εύστοχα την αγανάκτηση ο Κ. Θεοτόκης στο έργο του «Η τιμή και το χρήμα»“Ανάθεμά τα τα τάλαρα!”.

Σήμερα, δεν είναι αργία. Είναι ημέρα απεργίας. Πόσο μπορεί ένας συμβολισμός να αλλάξει τη ζωή των εργαζομένων; Υπάρχει η αναγκαιότητά του, αλλά δεν αρκεί, για να γυρίσει ο τροχός. Οι εργαζόμενοι έχουν την ευθύνη και το καθήκον να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους και να αγωνιστούν συλλογικά και με συνέπεια για την αναγνώριση του κόπου τους στον χώρο της εργασίας. Η βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους δεν εξαρτάται από την ελεημοσύνη κανενός. Είναι κατάκτησή τους!

Οι στίχοι του Βάρναλη σκεπάζουν τη σκέψη μας:

Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες

χιλιάδων χρόνων τη φωνή!

Μέσα στο λόγο το δικό μου

όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.

Comments are closed.