Καλλιθέα: Το «έγκλημα του αιώνα» που αναστατώνει την Ελλάδα
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος ήταν την δεκαετία του ’20 ένας από τους μεγαλύτερους εργολάβους της Αθήνας. Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου του 1931, ένα παιδί που έπαιζε στις όχθες του ποταμού Κηφισού, βρήκε δυο τσουβάλια. Φώναξε τους γονείς του, οι οποίοι υπέθεσαν ότι πρόκειται για λεία ληστείας. Φώναξαν την αστυνομία. Ο αστυφύλακας όταν έφτασε, άνοιξε προσεκτικά το ένα από αυτά. Μια έντονη δυσοσμία τον έκανε να καταλάβει ότι επρόκειτο για πτώμα.
Το πτώμα είχε διαμελιστεί. Τα μέρη του είχαν κοπεί προσεκτικά, σαν να το είχε κάνει κάποιος χειρούργος, και είχαν τοποθετηθεί μέσα σε χαρτί περιτυλίγματος, που με την σειρά του είχε τοποθετηθεί σε ραμμένο πολύχρωμο ύφασμα.
Το θύμα ήταν ο Δημήτρης Αθανασόπουλος. Είχε γεννηθεί στην περιοχή της Μεγαλόπολης στην Αρκαδία και είχε έρθει στην Αθήνα για να σπουδάσει. Μετά το στρατιωτικό του παντρεύτηκε την Σοφία (Φούλα) Κάστρου και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις. Όταν τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά, η γυναίκα του και η πεθερά του Άρτεμις, τον βοήθησαν να ασχοληθεί με εργολαβίες οικοδομών. Η επιχείρηση γιγάντωσε και έφτασε να αναλαμβάνει και δημόσια έργα. Ωστόσο, όσο οι δουλειές πήγαιναν καλά, η σχέση του με την γυναίκα του και την πεθερά του, γινόταν όλο και χειρότερη. Μάλιστα, επί έξι μήνες πριν από τον θάνατό του, δεν έμενε στο σπίτι αλλά στο ξενοδοχείο, και επέστρεφε μόνο για να δει τα τρία του παιδιά.
Το σπίτι βρισκόταν επί της οδού Θησέως 101 στην περιοχή του Χαροκόπου, στην Καλλιθέα. Ένα μεγάλο αρχοντικό που μέσα γίνονταν πολλά και διάφορα πράγματα. Μετά από πέντε μέρες, ο ανιψιός της πεθεράς του Αθανασόπουλου, Δημήτρης Μοσκιός, ομολόγησε. Είχε πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο και μαζί με την υπηρέτρια τον στραγγάλισαν. Στην προσπάθειά τους να ξεφορτωθούν το πτώμα, και αφού απέρριψαν την αρχική τους ιδέα να το κάψουν, το τεμάχισαν και το έβαλαν σε τσουβάλια, τα οποία και πέταξαν στο Κηφισό. Για το έγκλημα κατηγορήθηκαν η σύζυγός του, η πεθερά του, ο ανιψιός και η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου.
Το προηγούμενο βράδυ, ο Αθανασόπουλος είχε γλεντήσει με τον αδερφό του συνεταίρου του σε μαγαζί του Φαλήρου. Όταν το γλέντι τελείωσε γύρω στις 1.30, οι φίλοι του τον άφησαν μπροστά στο σπίτι του. Στην αρχή η γυναίκα του και η πεθερά του αρνήθηκαν ότι μπήκε μέσα. Αλλά οι κατάθεση των φίλων του έκανε την αστυνομία να υποψιαστεί.
Ο Αθανασόπουλος μάλλον είχε πιεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κακοποίησε σeξουαλικά την γυναίκα του. Ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που οι φήμες λένε ότι είχε σχέση και με την πεθερά του, πριν ακόμα παντρευτεί την κόρη της. Όταν η γυναίκα του η Φούλα, είπε κλαίγοντας στην μητέρα της τι έγινε, ο ερωτευμένος μαζί της ξάδερφός της αποφάσισε να καθαρίσει.
Η δολοφονία συντάραξε την κοινωνία της Αθήνας. Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της Ελλάδας, που κινηματογραφήθηκε ο τόπος του εγκλήματος. Έδωσε τροφή για κουτσομπολιά, σχόλια και άλλες ιστορίες. Η σύζυγός του και η πεθερά του καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά αργότερα τους δόθηκε χάρη. Ο Μοσκιός καταδικάστηκε σε 20 χρόνια και η υπηρέτρια σε ισόβια.
Η ιστορία έγινε και τραγούδι από τους ρεμπέτες της εποχής, το γνωστό άσμα «Κακούργα πεθερά» του Ιάκωβου Μοντανάρη.