Κάνεις θέατρο με τους δικούς σου όρους
Το να προσπαθείς να κάνεις θέατρο με τους δικούς σου όρους στην πραγματικότητα που ζούμε είναι μια πράξη αντίστασης
Συζήτηση με τον Κώστα Νταλιάνη και την Εβίτα Παπασπύρου για την παράστασή τους «Τα Όρια»
επιμέλεια Γιώργος Αντωνακάκης
Οι αγαπημένοι μου συμμαθητές στη σχολή ΠΕΛΟΥ ΚΑΤΣΕΛΗ, και συνεργάτες στους ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Το θέατρο «Μοντέρνοι Καιροί» στον νέο του χώρο (Δαμοκλέους 8, δίπλα στη στάση του μετρό «Κεραμεικός») υποδέχεται το κοινό με μια εξαιρετική παράσταση που ανιχνεύει το εκπαιδευτικό σύστημα και που αξίζει να τη δει κάθε εκπαιδευτικός, γονιός, μαθητής και όχι μόνο… Πρόκειται για «Τα Ορια», σε σκηνοθεσία Κώστα Νταλιάνη, με την Εβίτα Παπασπύρου σε έναν ερμηνευτικό μαραθώνιο πολλαπλών ρόλων, που ξεφεύγει από την έννοια του μονολόγου και κινητοποιεί τα γρανάζια της σκέψης κάθε θεατή. Με αφορμή την παράσταση παρουσιάζουμε τη συζήτηση από τον «Ριζοσπάστη» με τον Κώστα Νταλιάνη και την Εβίτα Παπασπύρου.
— Τι ήταν αυτό που σας έκανε να αγγίξετε ένα δύσκολο θέμα, όπως είναι η Παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα;
Κώστας Νταλιάνης: Στο θέατρο «Μοντέρνοι Καιροί», πάντα επιλέγαμε έργα που να θίγουν ουσιώδη κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, που να έχουν κάτι να πουν στον κόσμο.
Τα προβλήματα της Παιδείας είναι πολλά και μας αφορούν όλους, γονείς, παιδιά, δασκάλους. Η Παιδεία είναι ένας θεμελιώδης λίθος της κοινωνίας και κρίνει το μέλλον της, μιας και τα παιδιά είναι το μέλλον του κόσμου.
Με τη συμμετοχή των «Μοντέρνων Καιρών» σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα γύρω από την καλλιτεχνική εκπαίδευση, ήρθαμε σε επαφή με Ρουμάνους καλλιτέχνες, φίλους μας πια, τον Ράντου Απόστολ και τη Μιχαέλα Μιχαΐλοβ. Είναι οι συγγραφείς του έργου «Τα Ορια». Το έργο τους μας άρεσε – πολλά τα κοινά προβλήματα στην Εκπαίδευση στην Ελλάδα και τη Ρουμανία – και συμφωνήσαμε να το ανεβάσουμε στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι θα είχαμε το δικαίωμα να παρέμβουμε στο έργο, ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε για την Παιδεία με τον τρόπο ακριβώς που εμείς θέλαμε. Μας πρόσφεραν απόλυτη ελευθερία και έτσι φτάσαμε στη σημερινή μας παράσταση.
Εβίτα Παπασπύρου: Θα ήθελα να προσθέσω και κάτι άλλο: Θυμάμαι τον εαυτό μου από την εφηβική ηλικία να μη χωράει μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Θυμάμαι το σχολείο να με εμποδίζει να μορφωθώ με την ουσιαστική έννοια. Με θυμάμαι να ψάχνω μόνη μου, να διαβάζω, να συζητάω, αναζητώντας την αλήθεια για την Παιδεία, προσπαθώντας να βρω έναν άλλο δρόμο, μια άλλη άποψη για τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών, για το εκπαιδευτικό σύστημα. Ηρθα σε επαφή με μεγάλους διανοητές, στοχαστές, παιδαγωγούς, φωτισμένους ανθρώπους, πρωτοπόρους, που άλλαξαν με τη σκέψη τους τη σκέψη της ανθρωπότητας και άνοιξαν καινούργιους ορίζοντες. Κι όμως, τίποτα δεν άλλαξε. Το θέμα της Παιδείας είναι θέμα που πληγώνει.Η Παιδεία είναι κομμάτι της κοινωνίας
— Τι υποδηλώνει ο τίτλος του έργου… «Τα Ορια»;
Κ. Ντ.: Τα «Ορια» της παράστασης αφορούν πρωτίστως την Παιδεία, το εκπαιδευτικό σύστημα. Ομως, ένα θέμα τόσο βαθύ και πολύπλοκο συνδέεται με τη γενικότερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση, άρα τον δημόσιο βίο και μιας και μιλάμε για παιδιά και γονείς συνδέεται με την οικογένεια και άρα τον ιδιωτικό μας βίο.
Ε. Π.: Είναι τα όρια που θα έπρεπε να βάζουμε και να υπερασπιζόμαστε, αυτά που μας βάζουν, αυτά που πρέπει να σπάσουμε. Η έννοια των ορίων διαπερνάει από άκρου εις άκρο την κοινωνική διάρθρωση, έχει πολιτική σημασία, οντολογική διάσταση και ψυχολογικό υπαινιγμό.
— Στην ελληνική εκδοχή αποφασίσατε να προσθέσετε και μια τρίτη πράξη, που ξεφεύγει από τα στενά όρια του σχολείου…
Ε. Π. – Κ. Ντ.: Ηταν απαραίτητη αυτή η τρίτη πράξη. Επειδή η Παιδεία είναι κομμάτι της κοινωνίας, δεν είναι κάτι ξεκομμένο. Οταν η κοινωνία νοσεί, όταν η βία και ο φασισμός εξαπλώνονται, δεν μπορεί η Παιδεία να είναι υγιής. Η Παιδεία είναι ένα εργαλείο αλλαγής, αλλά μόνη της δεν φτάνει. Το να φανταζόμαστε ότι μπορεί να υπάρχει μια ιδανική Παιδεία μέσα στον καπιταλισμό είναι ψευδαίσθηση. Επρεπε λοιπόν να συνδεθεί διαλεκτικά η Παιδεία με την πραγματικότητα γύρω μας. Να βγει από τα στενά όρια του σχολείου, να συνδεθεί με την κοινωνία που το περιβάλλει, με την Παιδεία μέσα στη ζωή γενικότερα. Αλλιώς ο στόχος μας θα έμενε ανολοκλήρωτος.
— Ενώ είναι μια παράσταση που θίγει σύνθετα ζητήματα, πολλά από αυτά αρνητικά φορτισμένα, εντούτοις ο θεατής φεύγει από το θέατρο με μια ανάταση και μια πίστη ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, η οποία χρειάζεται αυτήν τη στιγμή σε αυτούς που πρώτα και κύρια απευθύνεται η παράσταση, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές…
Κ. Ντ.: Τα προβλήματα της Παιδείας, της διαπαιδαγώγησης γενικότερα, είναι περίπλοκα και δύσκολα. Και δεν μπορούν να βρεθούν οριστικές λύσεις μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνεχώς θα οξύνονται και θα μεγαλώνουν. Η παράστασή μας δεν καταθέτει μια πλήρη πρόταση για το πώς μπορεί ή πρέπει να είναι η Παιδεία. Κάνει νύξεις. Τσιγκλάει τη σκέψη. Προσπαθεί να προκαλέσει το κοινό να σκεφτεί, να συνδέσει τα συγκεκριμένα προβλήματα με τα γενικότερα προβλήματα της κοινωνίας.
Ε. Π.: Υπάρχει η πραγματικότητα, που είναι δυστοπική, που έχει μια απαίσια οσμή σήψης, κι αυτό είναι μια αλήθεια, αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις εδώ, πρέπει να πεις την αλήθεια ολόκληρη. Και η αλήθεια ολόκληρη είναι ότι τα πράγματα ποτέ δεν μένουν στάσιμα. Η πραγματικότητα διαρκώς αλλάζει. Και δεν αλλάζει από μόνη της. Αλλάζει, κινούμενη από τις αντιφάσεις της, αλλάζει κι επειδή στοχαζόμαστε πάνω στην πραγματικότητα, και την αλλάζουμε εμείς.
«Ο άνθρωπος μετασχηματίζει τον κόσμο και ο μετασχηματισμένος κόσμος μετασχηματίζει τον άνθρωπο με τη σειρά του». Και… αυτό είναι Παιδεία.
Θέλαμε, λοιπόν, όπως λέει κι ο Μπρεχτ, να προσφέρουμε αυτήν την αλήθεια, σαν εργαλείο, σ’ αυτούς που μπορούν και θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν.Είναι αναπόφευκτο να διαλέγουμε έργα με κοινωνικό προβληματισμό
— Και το συγκεκριμένο έργο καθώς και άλλα που έχετε ανεβάσει διακρίνονται από τον κοινωνικό τους προβληματισμό, ότι κάτι έχουν να μας πουν στο σήμερα. Δεν επιλέγετε εύκολα και ανώδυνα θέματα. Αυτό χαρακτηρίζει την Τέχνη σας;
Κ. Ντ.: Πιστεύουμε στον ανθρωπιστικό, κοινωνικό ρόλο του θεάτρου.
Υπηρετούμε ένα θέατρο που βρίσκεται σε άμεση επαφή με την ιστορική πραγματικότητα και αφουγκράζεται τα προβλήματα της εποχής του.
Πιστεύουμε πως κάθε καλλιτεχνική δράση είναι μια πολιτική πράξη και η εκπλήρωση αυτού του στόχου επιτυγχάνεται όταν η θεατρική πράξη δίνει στον άνθρωπο την υψηλότερη συνείδηση του εαυτού του, αλλά και τη συνείδηση της δύναμης που διαθέτει, να μεταμορφώνει διαρκώς τη φύση, την κοινωνία, τον ίδιο τον εαυτό του.
Ε. Π.: Ως καλλιτέχνες, ζούμε μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία, βλέπουμε πράγματα που μας καίνε και θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτά, μέσω της Τέχνης του θεάτρου. Είναι αναπόφευκτο να διαλέγουμε έργα με δύσκολα θέματα, έργα με κοινωνικό προβληματισμό. Αυτά μας καίνε, αυτά μας απασχολούν, γι’ αυτά μιλάμε.
Στόχος μας δεν είναι η εμπορικότητα μιας παράστασης. Παρότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να μη μας ενδιαφέρει ο οικονομικός παράγοντας – γιατί στηριζόμαστε αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις – παραμένουμε με πείσμα σταθεροί στα πιστεύω μας. Ανεβάζουμε έργα με αποκλειστικό γνώμονα το θέμα για το οποίο θέλουμε να μιλήσουμε κάθε φορά.
— Πώς είναι για έναν ηθοποιό να πατά σε τόσους διαφορετικούς ρόλους μέσα σε μία μόλις ώρα;
Ε. Π.: Ο μονόλογος σαν είδος είναι αδυσώπητος. Ο ηθοποιός βρίσκεται μόνος του πάνω στη σκηνή και αναλαμβάνει την ευθύνη εξολοκλήρου. Πρέπει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και δεν μπορεί να μοιραστεί με κανέναν αυτήν την προσπάθεια. Οταν τώρα έχει να αντιμετωπίσει και τους διαφορετικούς ρόλους, τα πράγματα δυσκολεύουν κι άλλο. Χρειάζεται μεγάλη ευελιξία, τεταμένα αντανακλαστικά, διαρκής εγρήγορση, παθιασμένη ορμή αλλά και νηφαλιότητα, συγκρότηση, συγκέντρωση, πνευματική διαύγεια. Είναι ένα δύσκολο στοίχημα αλλά και μια μεγάλη πρόκληση και απόλαυση για τον ηθοποιό.
— Πόσο στα όρια είναι να μπορεί να κάνει κάποιος θέατρο και μάλιστα να διατηρεί και τον δικό του χώρο στη σημερινή πραγματικότητα;
Κ. Ντ.: Είναι ακριβώς στα όρια. Το να προσπαθείς να κάνεις θέατρο με τους δικούς σου όρους, μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα που ζούμε είναι μια πράξη αντίστασης καλλιτεχνικής, κοινωνικής και πολιτικής. Αυτό χρειάζεται απαραίτητα τη στήριξη του κόσμου, όλων όσοι πιστεύουν και υποστηρίζουν αυτό που κάνεις. Αλλιώς δεν μπορείς να επιβιώσεις.
Πηγή «Ρ»