«Η πολιτική είναι ένα καθήκον, η ποίηση είναι μια ανάγκη» … γράφει η Δρ. Αγ. Αθανασακοπούλου
«Η πολιτική είναι ένα καθήκον, η ποίηση είναι μια ανάγκη».
γράφει η Δρ. Αγγελική Αθανασακοπούλου
Σε λίγες μέρες ο ελληνικός λαός θα ανακαλέσει στη μνήμη του τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. Η εξέγερση των φοιτητών δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία. Είναι το αποκορύφωμα ενός αντιδικτατορικού αγώνα με τον οποίο αναντίλεκτα συνδέεται και ο Αλέκος Παναγούλης (1939-1976). Ενσαρκώνει το πρότυπο του πνευματικού ανθρώπου που αναλαμβάνει τις κοινωνικές και πολιτικές του ευθύνες.
Από τα φοιτητικά του κιόλας χρόνια οργανώνεται στο φοιτητικό κίνημα και διακρίνεται ως δραστήριο μέλος της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Είναι εκείνος που οργανώνει την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα, Γεωργίου Παπαδόπουλου, στις 13 Αυγούστου 1968. Παρότι το εγχείρημα αποτυγχάνει, το ράπισμα στη Χούντα των Συνταγματαρχών είναι δυνατό και το μήνυμα της Αντίστασης του δημοκρατικού λαού εκπέμπεται ξεκάθαρα. Ακολουθεί ο βασανισμός του, τον οποίο αντιμετωπίζει με ηρωισμό. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής του 2007, οαντισυνταγματάρχης, Δ. Ιωαννίδης, απευθύνεται στον ταγματάρχη, Θ.Θεοφιλογιαννάκο, καθώς ο τελευταίος γρονθοκοπεί τον Παναγούλη, προσπαθώντας να τον κάνει να μιλήσει:
“Φαίνεται, δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει, κι αυτή είναι η περίπτωσή του. Αφού δεν μίλησε ως τώρα, δεν πρόκειται να μιλήσει. Είναι περιττό να επιμένεις”.
Μέσα στη φυλακή πληρώνει το τίμημα της αγωνιστικής του δράσης και εμψυχώνει με τη στάση του έναν λαό να παλέψει, για να βγάλει τη δημοκρατία του από τον γύψο. Παράλληλα, απαντά και στο ερώτημα: Ποια είναι η θέση της τέχνης αυτές τις κρίσιμες ώρες που οι ανθρώπινες αντοχές δοκιμάζονται; Η απάντηση δίνεται από τον ίδιο:
«Η πολιτική είναι ένα καθήκον, η ποίηση είναι μια ανάγκη. Είναι ένα ούρλιασμα, μια κραυγή που δεν μπορείς να πνίξεις. Το άγχος μιας στιγμής που δεν θέλεις να ξεχαστεί. Τότε ψάχνεις για χαρτί και μολύβι ζητώντας να ζωγραφίσεις με στίχους αυτή τη στιγμή».
Αυτός ο διακαής πόθος του αναδεικνύεται στο ποίημα «Η ΜΠΟΓΙΑ». Στο κελί του δεν υπάρχει μελάνι, αλλά αυτό δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επιθυμία του να εκφράσει με τον έντεχνο λόγο τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο αγωνιστής της ελευθερίας δεν κάμπτεται από την άρνηση των δεσμοφυλάκων να του παραχωρήσουν χαρτί και μολύβι. Εκείνος «επιστρατεύει» το αίμα του για την ποίησή του. Και αυτό το μελάνι, που είναι πιο ακριβό και ανεξίτηλο, δεν μπορούσαν να του το στερήσουν. Όπως αναφέρει ο στίχος του:
«γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν στις φλέβες μου να ψάξουν».
Την ίδια αγωνία να βρει τρόπο να υπηρετήσει την τέχνη, που προφανώς κάποια διέξοδο του εξασφαλίζει στη μαυρίλα του εντοιχισμού του, εντοπίζουμε και στο ποίημα «Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ». Με τα πενιχρά του μέσα έδινε ζωή και χρώμα στον τόπο του μαρτυρίου του.
«Ένα σπιρτόξυλο για πέννα/ αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι/το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί».
Αυτός ο ποιητής αντιλαμβάνεται την πολιτική δράση ως καθήκον και εκεί βρίσκει κανείς την εξήγηση για την αταλάντευτη στάση του απέναντι στους τυράννους της εποχής του. Η πεποίθησή του αυτή καταγράφεται στα ποιήματά του. Ένα από αυτά φέρει τον τίτλο «ΑΓΩΝΙΕΣ». Η τρομοκρατία δεν μπορεί να ανακόψει τους δημοκράτες πολίτες, που έχουν το χρέος να ξεπεράσουν τον φόβο και να κάνουν την προσωπική τους υπέρβαση, ώστε συλλογικά να δώσουν ένα τέλος σε αυτήν την εκτροπή.
«Πόσους θα πιάσετε; Θα μείνουν όσοι χρειάζονται και περισσότεροι/θα μείνουν και δεν θα σταυρώσουν τα χέρια».
Πιστεύει ότι το σκοτάδι της Χούντας μπορεί να φωτιστεί από τους αγώνες των ανθρώπων να την ανατρέψουν. Σε αυτή μάλιστα την προσπάθεια δηλώνει στο ποίημα «ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ότι ο θυμός για όσα συμβαίνουν δεν πρέπει να περιορίζεται στον ρόλο της συναισθηματικής παρόρμησης, αλλά να λειτουργεί ως σταθερό ελατήριο πάλης:
«Σπόρος οργής πέφτει στο χώμα/Μήνυμα πάλης τρέφει φτερά/Σπίθα φεγγίζει μες στο σκοτάδι/ Νέοι αγώνες σε προσκαλούν».
Ακόμα και τα δάκρυα, που στολίζουν τα μάτια των αγωνιστών, δεν είναι απόδειξη αδυναμίας. Με αυτήν τη βροχή δίνεται η υπόσχεση ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί «ποτέ μην τα πιστέψετε απελπισιάς σημάδια/Υπόσχεση είναι μοναχά/γι’ αγώνα υπόσχεση».
Εξάλλου, είναι τόσο αποτρόπαιο το πρόσωπο της τυραννίας, ώστε η μάχη, για να νικηθεί, είναι μονόδρομος. Στο ποίημα «ΧΟΥΝΤΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ» δίνεται από τον δημιουργό η εικόνα της επτάχρονης δικτατορίας. Η λεκτική και η σωματική βία ταπεινώνουν τον άνθρωπο, η αδικία περισσεύει και η ανομία γίνεται μια «κανονικότητα». Η σκέψη και η δράση των τυράννων ευτελίζουν τον πολιτισμό και ακυρώνουν κάθε έννοια ανθρωπιάς «Χωμάτινες ιδέες τυραννίας/Χωμένες σε απάνθρωπα μυαλά». Από τα γραφόμενά του είναι φανερό ότι πορεύεται με ασθματικό ρυθμό μέσα στα μονοπάτια της ποίησης και βαπτίζεται στα νερά των αντινομιών που η ζωή πάντα κουβαλά μαζί της. Ως ένας «ελεύθερος πολιορκημένος» οπλίζεται με αισιοδοξία, καθώς πιστεύει ότι η δημοκρατία τελικά θα θριαμβεύσει. Στο ποίημα «ΑΥΡΙΟ ΦΩΣ» σημειώνει:
«Λεύτερη σκέψη/Δούλο κορμί/Θλιμμένη όψη/Χαρούμενη ορμή/Τέτοιο σημάδι/Αγώνα αδελφός/Τώρα σκοτάδι/Αύριο φως».
Αυτή η φυσιογνωμία του αντιδικτατορικού αγώνα δεν άφησε το αποτύπωμά της μόνο για την αντίδρασή της στην τυραννία. Είναι μια διακριτή προσωπικότητα, γιατί οι ηρωικές πράξεις της εδράζονται σε μια ηθική που επιλέγει με συνειδητό τρόπο και που σε αυτή η πρώτη αξία δεν είναι αυτή της ζωής του.
«Αν για να ζήσεις Λευτεριά /τροφή τις σάρκες μας ζητάς/και για να πίνεις/αίμα και δάκρυα δικά μας θέλεις/θα σου τα δώσουμε/Πρέπει να ζήσεις».
Κοντολογίς, οι αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας κατέχουν την κεντρική θέση. Για τον Παναγούλη η θυσία της ζωής των αγωνιστών είναι το απαραίτητο λίπασμα, για ν’ ανθίσουν τα παραπάνω λουλούδια στον κήπο τούτου του σκληρού κόσμου. Αυτή είναι η νίκη που προσδοκά, γιατί μέσα από αυτήν καταξιώνεται ο κάθε ενεργός πολίτης.
«Θέλω να νικήσω αφού δεν μπορώ να νικηθώ».
Ο Παναγούλης έδειξε τον δρόμο. Δεν έχει ρόδα. Είναι γεμάτος αγκάθια. Έχουμε την ίδια επιθυμία να περάσουμε απέναντι, στην άλλη όχθη του ποταμιού; Θέλουμε να αρνηθούμε τον βάλτο του ήσσονος μόχθου; Αν ναι, τότε θα τον περπατήσουμε αυτόν τον δρόμο, γνωρίζοντας ότι η πραγματική ήττα βρίσκεται μέσα στην απροθυμία μας να τεντώσουμε τις αντοχές μας, απαιτώντας αυτό που μας αξίζει. Ο ποιητής των φυλακών του Μπογιατίου και ήθελε και μπορούσε να αγγίζει τα όνειρά του και να υπερβαίνει τα όριά του.