Επαγγέλματα που χάθηκαν στον χρόνο.. Ο Λούστρος ή Λουστραδόρος

Επαγγέλματα που εξαφανίστηκαν όπως το χώμα από τους δρόμους, που ή τεχνολογία τα κατάργησε και η διαφοροποίηση των αναγκών τα έσβησε. Κάποια από αυτά κάποιοι τα θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια, τότε που τα χώμα δεν είχε εξαφανιστεί ακόμα από τις γειτονιές και τις αλάνες. Σήμερα κάποια από αυτά τα βλέπουμε στις παλιές ταινίες και μας ξυπνάνε μια γλυκιά νοσταλγία.
Ας αρχίσουμε με το πιο γνωστό απ’ όλα αυτό του λούστρου. Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τα μαύρο δερμάτινο ή καφέ σκούρο παπούτσι ή σκαρπίνι ήταν status για τον άνδρα της γύρας και έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένο και να δείχνει στο μάτι. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λούστρου ή λουστραδόρου του πλανόδιου που αναλάμβανε να βερνικώνει και να γυαλίζει παπούτσια περαστικών. Στη δουλειά του λούστρου χρησιμοποιείται κασελάκι που μέσα έχει τα βερνίκια και βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών.

Ο πελάτης άπλωνε το πόδι του στο κασελάκι που είχε μία μπρούτζινη συνήθως βάση στο πάνω μέρος του και όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο λούστρος. Δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια, συνήθως από κουτιά τσιγάρων, στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν. Μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πελάτης του καφενείου με νεύμα του τον καλούσε για λουστράρισμα ενώ ο ίδιος απολάμβανε τον ελληνικό του διαβάζοντας την εφημερίδα του. Ο πελάτης όσο φτωχός κι αν ήταν έδειχνε αρχοντικός στη διάρκεια του λουστραρίσματος κυρίως στο καφενείο και πολλοί το ζούσαν ως άρχοντες του ενός λεπτού, άλλωστε η αμοιβή του λούστρου δεν ήταν περισσότερο από δυο τρείς δεκάρες.

Στις αρχές της δεκαετία του ’50 η Ελλάδα είχε μια διαλυμένη οικονομία μετά από μία δεκαετία συγκρούσεων. Η ανεργία ήταν μεγάλη και η επιχειρηματικότητα ανύπαρκτη. Οι άνδρες, όπως επέβαλαν τα πρότυπα της εποχής, ήταν οι μόνοι εργαζόμενοι και ασκούσαν επαγγέλματα που δεν απαιτούσαν σπουδές. Ο λούστρος ήταν ένα από τα επαγγέλματα που συνδέθηκαν με τη βιοπάλη. Τα παιδιάμε τα κασελάκια, οι μικροί αγωνιστές της καθημερινότητας στη μετεμφυλιακή εποχή πάλευαν για να βγει το μεροκάματο. Με όπλα τα βερνίκια και τις βούρτσες οι νεαροί λούστροι γυάλιζαν και έβαφαν τα παπούτσια τωνΑθηναίων. Χιλιάδες παιδιά βοηθούσαν με αυτόν τον τρόπο τις οικογένειες τους να επιβιώσουν. Διαχωρίζονταν μάλιστα σε αυτούς που γυάλιζαν τα παπούτσια για να επιβιώσουν και σε αυτούς που έκαναν τη δουλειά προσωρινά και για συγκεκριμένο λόγο. Όνειρο τους ήταν να σπουδάσουν και με αυτόν τον τρόπο μάζευαν χρήματα γιατα βιβλία και τα δίδακτρα καθώς η παιδεία δεν ήταν δωρεάν. Ήταν «τα παιδιά με τα καθαρά πρόσωπα που δεν μπορούσαν να βρίσκονται στο σχολείο. Ήταν παιδιά που οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί στον Εμφύλιο, ήταν μετανάστες στη Γερμανία και κάποιοι σε μια δουλειά που δενεπαρκεί για να τα θρέψει.
Η εικόνα του λουστράκου που μιλάει χαριτωμένα με τον πελάτη είναι μια κινηματογραφική καταγραφή στις ταινίες του Καΐλα, αλλά μην ξεγελιέστε, η σκληρή πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική. Οι λούστροι δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από την υπόλοιπη κοινωνία, όσο φτωχή κι αν ήταν τα χρόνια εκείνα. Η λέξη «λούστρος» αποτελούσε βρισιά. Το επάγγελμα ήταν ταπεινό από τη φύση του , ο λούστρος πολλές φορές δε κοιτούσε ψηλά στον πελάτη όσο διαρκούσε η δουλειά του εκτός αν ήταν ανάγκη να του πει κάτι.
Λούστροι δεν ήταν μόνο νεαρά αγόρια, αλλά και άνδρες μεγάλης ηλικίας, που ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας και επιβάλλονταν στους πιτσιρικάδες. Συνήθως οι λούστροι είχαν συγκεκριμένο στέκι. Επέλεγαν ένα συγκεκριμένο, στρατηγικό σημείο, το οποίο διατηρούσαν βασιζόμενοι στο νόμο της πιάτσας. Αλλοίμονο στον μικρό που θα έπιανε το στέκι του μεγαλύτερου ή δεν τηρούσε τις σωστές αποστάσεις.

Εκτός από τους πλανόδιους υπήρχαν και μικρές επιχειρήσεις με καθίσματα στο κέντρο της πόλης, όπου οι κύριοι κάθονταν υπομονετικά για να τους καθαρίσουν τα παπούτσια. Διαδεδομένη σε πολλά μέρη του κόσμου, η δουλειά του λούστρου εξαφανίστηκε σταδιακά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και σήμερα το λουστράρισμα σχεδόν πάντα θεωρείται περισσότερο μια τέχνη, παρά μια πραγματική δουλειά.
Πηγές:
el.wikipedia.org, GREEK CALTURE, MHXANH TOY XRONOY, THECALLER.GR, RODOS MUSEUM

Για τον Πολιτιστικό Σύλλογο ΠέΖΟ:
Δέδες Τσούκας