Βασίλης Τσιτσάνης… Αφιέρωμα
Βασίλης Τσιτσάνης – ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στις 18 Γενάρη 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Ο πατέρα του, ο Κώστας Τσιτσάνης, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που μυεί το γιο του στο θαυμαστό κόσμο της μουσικής. Το μαντολίνο και οι βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, με τις πολλές κοινωνικές ταραχές, από τον απόηχο του Κιλελέρ, μέχρι την αιματηρή σύγκρουση, την άνοιξη του 1925, που συγκλονίζει τα Τρίκαλα. Οι αγρότες μαζί με τους εργάτες και τους πολεμιστές της Μικράς Ασίας, διεκδικούν ένα κομμάτι γης. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς… Σε εκείνη τη συγκέντρωση είχε πάρει μέρος και ο Κώστας Τσιτσάνης. Τραυματίζεται και μένει αρκετό καιρό χωρίς δουλειά. Μετά από αυτό η υγεία και η δουλειά του πηγαίνουν πολύ άσχημα. Δύο χρόνια αργότερα, το χειμώνα του 1927, η υγεία του κλονίζεται σοβαρά και στις 2 Απρίλη του 1927, ο Κώστας Τσιτσάνης έσβησε.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Βασίλης κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική, Προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Αυτός τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937).
Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Ήδη στη χώρα έχει επιβληθεί η δικτατορία Μεταξά. Είναι η εποχή που ακούγονται παντού εμβατήρια, ενώ απαγορεύονται τόσο τα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και οι εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.
«Ξελογιάστρα», με Περδικόπουλο και Τσιτσάνη. Είναι η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού. Ηχογραφήθηκε στις 27/10/1937, έναν (1) μήνα μετά την επιβολή λογοκρισίας από το καθεστώς Μεταξά και πήρε την αριθμό αδείας 98. Έχει κυκλοφορήσει εκτός από την ODEON και στην HMV με τον Στελλάκη Περπινιάδη και τον Στέλιο Χρυσίνη στα φωνητικά. Χασάπικο, σε κύριο δρόμο Ματζόρε. Τους στίχους του τραγουδιού, τους δημοσίευσε ο Ηλίας Κωστόπουλος στο περιοδικό “Το νέο λαϊκό τραγούδι”, το 1938, με ένα επτάστιχο επιπλέον, που δεν υπάρχει στο δίσκο: “Ξελογιάστρα χάθηκα για σένα, θα φύγω για τα ξένα και θα με θυμηθείς. Τα ίδια λόγια έλεγες και σ’ άλλους, εχάθη πλέον από σένα η ντροπή, μ’ άναψες καημούς πολύ μεγάλους, αγιάτρευτη πληγή”.
Ο Τσιτσάνης κάνει μια μεγάλη κίνηση. Απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες.
Τον Μάρτιο του 1938 παρουσιάζεται για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Ήταν στην περιοχή του Ντεπό.
Στη μονάδα αυτή, θα υπηρετήσουν μαζί και θα δεθούν με φιλία ο Τσιτσάνης με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Οι δύο στρατιώτες θα ξανασυναντηθούν το 1940 στο Τάγμα Μηχανικού στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.
Μιλώντας αργότερα για εκείνη τη γνωριμία, ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, θα πει: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά, όμως, ο επιλοχίας του έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: «Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;». Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: «Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει».
Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, όπου θα γνωρίσει και τη γυναίκα του, τη Ζωή, το γένος Σαμαρά, που την παντρεύτηκε το 1942. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Γρήγορα γίνεται περιζήτητος από τις ταβέρνες που λειτουργούσαν στην κατεχόμενη πόλη. Στο Καραμπουρνάκι, στου Μπαρμπαλιά, στα περίφημα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, μέχρι που άνοιξε το δικό του μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21, το ιστορικό «Ουζερί Τσιτσάνη».
Όπως θα πει ο ίδιος ο βάρδος της ρεμπέτικης μουσικής, «η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή, όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, “σημάδεψε” και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής».
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944, στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, που θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το Χατζή Μπαξές, η Αθηναίισα, οι Αραπίνες, η Αχάριστη, ο Ζητιάνος, η Συννεφιασμένη Κυριακή κ.ά.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε γνήσιο «παιδί» της εποχής του και επηρεάστηκε έντονα από τις εξελίξεις που συνέβησαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των πιο δημιουργικών του χρόνων. Εκτός από τη σημαντικότατη συμβολή του στη μουσική, είναι λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό η σχέση του Τσιτσάνη με τα κινήματα της εποχής του, με την αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς.
Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, αδελφός της γυναίκας του Τσιτσάνη, διηγήθηκε: «Κάποια φορά, άνοιξη ήταν του ’44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανομής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουν. Ο απεσταλμένος του λέει: «Τι να τους απαντήσω;» Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: «Να τους πεις πως θα ‘ρθω σε λίγες μέρες». Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε.
Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή (σ.σ. η γυναίκα του Τσιτσάνη). Εκεί μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, είχανε γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Καμία σχέση με αυτά που περνάγαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Όλοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαριντζήδες και τα παίζανε μαζί. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη. Εγώ ύστερα από τρεις-τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες».
Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πέρασαν άμεσα ή έμμεσα σε αρκετά τραγούδια του Τσιτσάνη. Της Γερακίνας γιος, με στίχους Κώστα Βίρβου, Κάποια μάνα αναστενάζει, (συνδημιουργία με τον Μπάμπη Μπακάλη), Για μια κόρη ξελογιάστρα (Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα), Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι, Κάνε λιγάκι υπομονή, Της κοινωνίας η διαφορά, Ο τραυματίας, Σαν απόκληρος γυρίζω, Απ’ τη μάνα μου διωγμένος, Το γράμμα είναι κάποια τραγούδια τα οποία γράφει ο Τσιτσάνης επηρεασμένος από κείνη την περίοδο. Και φυσικά, κορωνίδα όλων αυτών, η Συννεφιασμένη Κυριακή την οποία ο δημιουργός, σύμφωνα με μαρτυρία του, εμπνεύσθηκε από τις θλιβερές εικόνες της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη…
Ο εμφύλιος πόλεμος βγάζει στην παρανομία χιλιάδες Έλληνες. Οι αντάρτες και οι αγωνιστές της Κατοχής διώκονται από το δεξιό παρακράτος και τους συνεργάτες των Γερμανών που αλωνίζουν ελεύθεροι με την ανοχή όλων των αστικών παρατάξεων. Ο νόμος 509 της 27ης Σεπτεμβρίου 1947, θέτει εκτός νόμου το ΚΚΕ και ο νόμος 516 της 8ης Ιανουαρίου 1948 στηρίζει το θεσμό των “πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης”. Η ελευθερία της έκφρασης καταργείται και οι εμπλεκόμενοι στα αριστερά μέσα ενημέρωσης της περιόδου της Κατοχής οδηγούνται στα στρατοδικεία. Όλοι οι Έλληνες πολίτες θεωρούνται εν δυνάμει ύποπτοι εκτέλεσης παράνομων πράξεων.
Έναν από τους ελάχιστους τρόπους δημόσιας έκφρασης μέσα από κωδικοποιημένα μηνύματα αποτελεί το ρεμπέτικο τραγούδι. Η κυκλοφορία “παράνομων” ιδεών διώκεται και το ρεμπέτικο αποτελεί το στήριγμα όσων νιώθουν ότι πνίγονται από ένα καθεστώς φόβου και βίας. Μία σειρά από “απαγορευμένα ρεμπέτικα” που ήδη διώκονταν πριν από την περίοδο του πολέμου, αναβιώνουν στα τέλη του εμφυλίου πολέμου και στην μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα.
Το 1948 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το “Κάνε λιγάκι υπομονή” ή αλλιώς “Μην απελπίζεσαι”. Ο Τσιτσάνης, θέλοντας να παραπλανήσει τη λογοκρισία, βάζει στο τραγούδι του ερωτικά στοιχεία, αλλά ουσιαστικά εκφράζει την ελπίδα ότι πολύ σύντομα η Ελλάδα θα έβγαινε από το αδιέξοδο και θα απαλλασσόταν από τα δεινά της δεκαετίας του 1940.
Στην ελληνική δισκογραφία συναντά κανείς δεκάδες εκτελέσεις του εν λόγω τραγουδιού. Κυκλοφόρησε σε πρώτη εκτέλεση με την Σωτηρία Μπέλλου και τον Βασίλη Τσιτσάνη στις 11 Νοεμβρίου του 1948.
Το 1951 το “Κάνε λιγάκι υπομονή” περιλαμβάνεται στον κατάλογο των απαγορευμένων ρεμπέτικων που εξέδωσε η Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Ο φόβος και οι πολιτικές διώξεις φιμώνουν τον Τύπο και οι εφημερίδες της εποχής προάγουν έναν έντονο αντικομμουνισμό, στηρίζοντας τις ελληνικές κυβερνήσεις με όλες τους τις δυνάμεις. Το τραγούδι λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία ακόμα και μετά τη λήξη του εμφυλίου. Οι τότε χωροφύλακες και αστυφύλακες έσπασαν, με ιδιαίτερη μανία, πολλές εκατοντάδες πλάκες γραμμοφώνου με το τραγούδι αυτό.
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…
Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1983 διοργανώθηκε στον Κόκκινο Βράχο της Νίκαιας μια βραδιά αφιερωμένη στον Βασίλη Τσιτσάνη. Στο βίντεο παρουσιάζεται ένα απόσπασμα της ομιλίας του Μίκη Θεοδωράκη στην έναρξη της βραδιάς και στη συνέχεια το γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη “Κάποια μάνα αναστενάζει” ερμηνευμένο και από τους δύο.
Επιμελεια Γιωργος Αντωνακακης πηγη “αλτ.gr”
Πηγές: www.rizospastis.gr, www.news247.gr, www.e-prologos.gr, edromos.gr, ert.gr, sansimera.gr, ogdoo.gr