Βήματα στην Καλλιθέα, Οδός Μπιζανίου
Σε μια από τις κυριακάτικες βόλτες του Συλλόγου μας, τα βήματα μας, μάς έφεραν στο σπιτάκι της οδού Μπιζανίου!
Ήταν ευχάριστη έκπληξη να το βλέπουμε ανακαινισμένο και να μαθαίνουμε ότι πρόκειται να εγκαινιαστεί την Τρίτη 12 Οκτωβρίου, μέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς.
Το «κάστρο» στη οδό Μπιζανίου, που στις 24 Ιουλίου του 1944 έγινε τόπος θυσίας και σύμβολο ηρωισμού, είναι ένα από τα σημεία σύμβολα της πολύτιμης, πολύπλευρης και σημαντικής προσφοράς της Καλλιθέας στην Αντίσταση.
Η προσφορά αυτή δεν είναι όσο πρέπει, γνωστή στον λαό της πόλης και όλοι οι τόποι θυσίας δεν έχουν αναδειχθεί. Ίσως η συλλογική προφορική μνήμη να πρέπει προσεκτικά να μαζευτεί και να αποτυπωθεί τώρα που ενδεχομένως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που έζησαν την ιστορία της Καλλιθέας της Κατοχής και της Αντίστασης ή που άκουσαν από πρώτο χέρι διηγήσεις για όλα αυτά.
Μια τέτοια σκέψη είναι και μέσα στις φιλοδοξίες της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας (ΟΠΙΚΑ-Τ) που αρχίζει να δημιουργείται. Προς το παρόν σαν ένα μικρό αφιέρωμα στους ήρωες ΕΠΟΝίτες της οδού Μπιζανίου παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο – μαρτυρία της ποιήτριας της Εθνικής Αντίστασης Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη, της φλογερής ΕΠΟΝίτισσας–τότε, με το ψευδώνυμο Κλειώ–, από το περιοδικό της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ «ΕθνικήΑντίσταση»
«Και στα σκολειά θα φουρτουνιάζουν των παιδιών τα στήθη σαν αρχινά ο δάσκαλος: Της Καλλιθέας η μάχη…».
Της Καλλιθέας τη μάχη! Αν τύχει νάναι απ’ τη γενιά μας ο δάσκαλος, ίσως, να μπορέσει να τη διηγηθεί με τη ζωντάνια που πρέπει. Γιατί η Ιστορία δε γράφεται με την πένα. Τη γράφει το αίμα, η αυτοθυσία και μόνο όσοι τη ζήσαν μπορούνε νατην εξιστορήσουν. Αργότερα, σα θ’ αναδιφά τα χαρτιά ο ιστορικός, η μνήμη θα’χει, πια, χάσει τη θέρμη της. Γι’ αυτό τώρα, ναι τώρα, πρέπει να γράφουμε τις ιστορίες. Για να κρατήσουν τη φλόγα που τις έχει γεννήσει. Εμείς που τα ζήσαμε τα ηρωικά τούτα χρόνια έχουμε κάποιο ιερό χρέος γι’ αυτό…………..
Να η ιστορία.
«Μια δεκαπενταριά επαναστάτες κοιμόντουσαν κείνο το βράδυ στον κήπο ενός σχολειού δίπλα. Άξαφνα ο σκοπός σάλπισε κίνδυνο. Το στέκι είχε κυκλωθεί. Τα παιδιά πολέμησαν λιονταρίσια. Μερικά ξέφυγαν. Δυο πιαστήκαν και τουφεκίστηκαν κει στον τόπο. Δέκα πρόφτασαν και μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι. Δυο χήρες και τρία παιδιά που το κατοικούσαν απόμειναν άφωνες απ’ το φόβο. Πέντε ώρες πολέμησαν δίχως ανάσα τα παλληκάρια. Άπαρτο κάστρο γίνηκε το σπίτι. Όλμοι, πολυβόλα, χειροβομβίδες χτυπούσαν αλύπητα από τις γύρω ταράτσες. Βροχή τα βλήματα γκρέμιζαν τους τοίχους. Οι γκεσταπίτες και οι λογής προδότες που τόχαν κυκλώσει σωριάζονταν όλο και περισσότεροι γύρω του. Και πήραν τα τηλέφωνα και κάλεσαν τους συμμάχους τους.
– Βοήθεια, χάνουμε τη μάχη.
Κι’ οι Γερμανοί κατεβήκαν.
– Παραδοθείτε, φώναζαν τότε στους δέκα λεβέντες. Ελπίδα δεν έχετε.
Κατεβαίνουν οι Γερμανοί.
Μα τα παλληκάρια απάντησαν όλα με μια βοή.
– Ο Ε-ΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑ-ΡΑ-ΔΙ-ΔΕ-ΤΑΙ ΠΟ-ΤΕ. ‘Έτσι, αργά, συλλαβιστά, δυο και τρειςφορές.
Φρύαξαν οι προδότες κι οι Γερμανοί πούχαν κατεβεί σε βοήθειά τους. Η μάχη φούντωσε. Τα κουφώματα πέφταν συντρίμμια, τράνταζε ο κόσμος. Μα το πολυβόλο μέσα από το παράθυρο θέριζε ακατάπαυτα. Άξαφνα φάνηκε μια πετσέτα σ’ ένα κοντάρι.
– Λευκή σημαία, φώναξαν με χαρά οι προδότες.
Παύσατε πυρ! θα παραδοθούν.
– Έχουμε δω δυο γυναίκες και τρία παιδιά. Πάρτε τους έξω. Θα πεθάνουν απ’ την τρομάρα. Και βγήκε η εκβιαστική απόφαση:
– Μόνο αν μας τους παραδώσει ένας από σας θα σωθούν. Αλλιώς θα πεθάνουν μαζί σας.
Τα παλληκάρια δέχτηκαν τη θυσία. Άλλο δε γινόταν. Ένας θά πρεπε να παραδοθεί.
Σ’ ένα λεπτό η θυσία είχε γίνει. Οι γυναίκες και τα παιδιά σώθηκαν κι’ ο ηρωικός Επονίτης τουφεκίστηκε κει, στον τόπο, ύστερα απ’ την επίμονη άρνησή του να μαρτυρήσει.
– Δεν μπορούσα να πιστέψω τ’ αυτιά μου, έλεγε ο δάσκαλος που καθόταν αντίκρυ. «Ναι ή όχι», του φώναζαν. «Όχι!», είπε, κοιτάζοντάς τους κατάματα.
Και τον σκότωσαν κει στον τόπο.
Κείνη τη στιγμή, συμπλήρωσε άλλος γείτονας, ακούστηκαν απ’ το σπίτι τραγούδια. Τα παιδιά μ’ όλη τη δύναμη και τη φλόγα της ψυχής τους ψάλλαν τον Εθνικό Ύμνο. ‘Ύστερα ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί… Τίποτε άλλο… Το σπίτι βυθίστηκε στη σιγή.
– Ετοιμάζουν έξοδο, φώναζαν οι πολιορκητές και ζητούσαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Μια ομάδα σίμωσε λίγο – λίγο, δειλά κι’ είδε τα παλληκάρια να πλένε στο αίμα τους. Τις ύστερες σφαίρες τις φύλαξαν για τον εαυτό τους.
Βράδυ της ίδιας μέρας. Νύχτωσε πια, ένα καντηλάκι φέγγει στο περβάζι του παραθύρου. Στεφάνια παντού, ορθά στην ταράτσα, κρεμασμένα στους τοίχους. Ταινίες, ταμπέλες, χαρτιά! Μια γριούλα τριγυρίζει κλαίοντας. Τα παιδιά ψαχουλεύουν τα χαρτιά και διαβάζουν. Οι οργανώσεις πάνε κι’ έρχονται και φέρνουν αφιερώματα. Οι ελασίτες ψάχνουν τους τοίχους να βρούνε λίγο χώρο ανάμεσα στις τρύπες να γράψουν δυο λόγια: «Κάστρο δεν ήταν, μα άντεξε σαν κάστρο». «Διαβάτη πες στους Έλληνες πως πέσαμε για την πατρίδα». Ο κόσμος περνά και ρίχνει λουλούδια πάνω στα πηγμένα αίματα της αυλής.
Οι ψυχές είναι γεμάτες συγκίνηση. Τα μάτια δεν ξεκολλούν απ’ το σπίτι, που γίνηκε άξαφνα βωμός και προσκύνημα του λαού. Καλότυχο! Τη νύχτα τούτη, όπως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κατέβηκαν και το μοίραναν οι Μοίρες. Και μπήκε ολόισα στην αθανασία.
Αργότερα, η Καλλιθέα, η Αθήνα, ολάκερη η Ελλάδα είναι ελεύθερη πια! Τρεισήμισι μήνες πέρασαν από τότες. Στο πάνθεο του αγώνα πήραν με τη σειρά τους τη θέση τους οι ηρωικές γειτονιές. Ανάμεσά τους και η Καλλιθέα κρατά τη δική της τιμητική θέση. Και το σπιτάκι – κάστρο, στην οδό Μπιζανίου, δίπλα στ’ αδέρφι του το κάστρο, το σπιτάκι του Υμηττού, συναγωνίζεται το Κούγκι και τ’ Αρκάδι. Σ’ ένα λευκό μάρμαρο χαραγμένο γαλάζια ένα επίγραμμα τ’ ονομάζει καινούργιο χάνι της Γραβιάς. Δεν έχει, δεν μπορεί νάχει ιδιοχτήτη πια. Ανήκει στην Ελλάδα, θα γίνει μουσείο. Και τα ηρωικά παλληκάρια, τα 10 παλληκάρια, πουτ’ απαθανάτισαν, ένας αστερισμός από δέκα λαμπρά αστέρια, θα στολίζουν πάντα την Ιστορία».
Για τον Πολιτιστικό Σύλλογο ΠέΖΟ
γράφει η Γεωργίου Θεολογία
Επιμέλεια άρθρου: Ντάβαρης Παναγιώτης