Έλλη Αλεξίου – Αφιέρωμα στο διδακτικό & παιδαγωγικό έργο της στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων
Σαν σήμερα 22 Μαΐου 1894 συμπληρώνονται 128 χρόνια από τη γέννηση της μεγάλης παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου της “Δασκάλας των γραμμάτων μας” που έχει συνδεθεί άρρηκτα με την πόλη της Καλλιθέας, όπου στεγάζεται το «Μουσείο Αλεξίου» και βρίσκεται επί της οδού Σαπφούς 49.
Επιμέλεια: Γιωργος Αντωνακακης
Θα αναφερθώ σε μία πολύ σημαντική πλευρά της ζωής και του έργου της Έλλης Αλεξίου (Ε.Α.), άγνωστη στο ευρύ κοινό. Στη μεγάλη συλλογική προσφορά, έργο της ίδιας και συντρόφων της επιστημόνων και δασκάλων που αφορούσε την εκπαίδευση, τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και νέων, που μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να βρουν καταφύγιο και φιλοξενία στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Πρόκειται για μια επιχείρηση με την οποία για ευνόητους λόγους δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο τύπος και η εκδοτική πρωτοβουλία, αλλά και όταν το έκανε, τότε, κατά κύριο λόγο, για να τη διαστρεβλώσει. Ανεξάρτητα όμως από ιδεολογικοπολιτικές τοποθετήσεις που ο καθένας έχει, πρέπει να ομολογήσει ότι η προσπάθεια αυτή αφορά την ελληνική εκπαίδευση και παιδεία ενός σημαντικού σε αριθμό τμήματος του Ελληνισμού εκτός συνόρων. Για να σας παρουσιάσω το έργο αυτό της δασκάλας, παιδαγωγού και λογοτέχνισσας βασίστηκα κυρίως στο δίτομό της έργο: Η βασιλική δρυς[1] που πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, και θα μιλήσω κυρίως μέσα από τα δικά της λεγόμενα. Βασίστηκα επίσης και στο σχετικό αφιέρωμα που έκανε το περιοδικό Θέματα Παιδείας[2]. Στη Βασιλική δρυ η Ε.Α. αναφέρεται στους αγώνες των δασκάλων από το Μεσοπόλεμο, στη γνωριμία της με τον Δ. Γληνό και τις ιδέες του (αναφέρει για παράδειγμα τα συνωμοτικά μαθήματα του Γληνού στο σπίτι της στην Καλλιθέα το 1935, όταν η κυβέρνηση έκλεισε τον Εκπαιδευτικό Όμιλο), στη γενιά των δασκάλων που αγωνίστηκε ενάντια στη φασιστική κατοχή, στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου και στο έργο που θα μας απασχολήσει. Για όλα τα παραπάνω μιλάει με το γνωστό λυρισμό ανθρωπιάς, που, άλλωστε, χαρακτηρίζει και το σύνολο των έργων της.
Το 1946 η Έλλη Αλεξίου πηγαίνει στο Παρίσι, στη Σορβόννη, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Παρακολουθεί μαθήματα ιστορίας και φωνητικής, αλλά της έχει ήδη αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1949 το ΚΚΕ, μέλος του οποίου η Έλλη Αλεξίου ήταν από το 1928, ιδρύει την Ε.ΒΟ.Π., την Επιτροπή Βοήθειας για το Παιδί, που είναι υπεύθυνη για την περίθαλψη των δεκάδων χιλιάδων παιδιών και εφήβων που κατέφυγαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Αναθέτει στον Πέτρο Κόκκαλη, καθηγητή της Ιατρικής, στον Γιώργο Αθανασιάδη, διευθυντή του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου στο Κάιρο, ο οποίος εγκαταλείπει τη θέση του και στην Έλλη Αλεξίου την δύσκολη ευθύνη των παιδιών μέσα σε μεγάλες δυσκολίες.
Πάνω από 30.000 παιδιά σχολικής ηλικίας εξόν από τα 15–16χρονα αποτέλεσαν τον αριθμό παιδιών που έπρεπε να μορφωθούν. Ο νόμος στις χώρες που φιλοξενήθηκαν απαιτούσε για όλον τον πληθυσμό τουλάχιστον το απολυτήριο του Δημοτικού. Γράφει η συγγραφέας για τα παιδιά αυτά: Μεινεμένα αγράμματα, από τον καιρό του κατακτητή, είχαν γίνει βοσκάκια στους λόγγους. Άλλα είχαν χάσει τους γονείς τους στον πόλεμο, άλλων παιδιών οι γονείς είχαν απομείνει στην πατρίδα, οι γονείς που ήταν μαχητές, δεν μπορούσες να ξέρεις που βρίσκονταν… με το τέλος του ένοπλου αγώνα, άλλοι τράβηξαν δώθε κι άλλοι κείθε. Τα παιδιά στην ολοπρώτη αρχή δεν είχαν ανάγκη μόνο εκπαίδευσης, μα γενικότερης περίθαλψης. Έτσι τα σκολειά της πρώτης περιόδου ήσαν καθαυτό «πολυμελείς οικογένειες». Και οι εκπατρισμένοι εκπαιδευτικοί, αν και πάμπολλοι, πέφτανε λίγοι. Δεν επαρκούσαν ούτε για τον τόσο αριθμό παιδιών, ούτε για τις τόσες ανάγκες[3].
Η Έλλη Αλεξίου δούλεψε με τα προσφυγόπουλα κυρίως στη Ρουμανία, αλλά και στην Ουγγαρία. Όπως γράφει η ίδια για να φιλοξενηθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός παιδιών έπρεπε να παρθούν γενναία μέτρα από την κυβέρνηση της Ρουμανίας και να δοθεί γενναία χρηματοδότηση από μια χώρα που λίγα χρόνια πριν είχε βγει από τον πόλεμο και είχε και τις δικές της ανάγκες να καλύψει. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε στα περισσότερα να δοθεί ιατρική και ψυχολογική βοήθεια, και να λυθεί το θέμα της διατροφής. Την περίοδο αυτή οι δάσκαλοι, μεταξύ αυτών και η μεγάλης ανθρωπιάς παιδαγωγός, στέκονται κοντά στα παιδιά τα οποία έζησαν φρικτές καταστάσεις στη διάρκεια του πολέμου και στη διάρκεια της φυγής. Η Ευγενία Ζήκου στην εισαγωγή στο έργο της Έλλης Αλεξίου Έλληνες λογοτέχνες[4] γράφει για τα παιδιά αυτά ότι η μάθηση δεν ήταν η πρωταρχική τους ανάγκη. Της έλεγε η Αλεξίου για τα ορφανεμένα παιδιά και τη δίψα τους για τρυφερή επαφή, ότι την έβλεπαν σαν πηγή ξεδιψασμού και άλλων αναγκών. Της διηγιόταν πως πήγαιναν κοντά, χάιδευαν τα φορέματά της, την παίρνανε τρία τρία από κάθε χέρι, μοιραζόντουσαν τα δάχτυλα των χεριών της. Ήτανε ζωτικές αυτές οι ανάγκες για τα ορφανεμένα παιδιά. Αλλά ο άνθρωπος πρέπει να μπει στο νόημα αυτής της γλώσσας για να την κουβεντιάσει με τα παιδιά.
Τα πρώτα σχολεία, τα οποία λειτούργησαν τα δυο πρώτα χρόνια μόνο με τη διδασκαλία ελληνικών μαθημάτων, τα χαρακτηρίζει οικοτροφεία, Όταν διαβάζω στις εφημερίδες πως πέφτουνε οι σκεπές των σπιτιών πάνω στα κεφάλια μαθητών, θυμούμαι τα μέγαρα που διαθέσανε για μας οι σοσιαλιστικές χώρες για σχολεία-οικοτροφεία. Όταν έφτασε η ίδια στη Βουδαπέστη φιλοξενήθηκε στο πολυτελέστατο κτίριο της Ισπανικής πρεσβείας μιας και η ουγγρική κυβέρνηση είχε διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Ισπανία του Φράνκο. Επίσης, παλιές επαύλεις των αριστοκρατών-φεουδαρχών, άδειες πια, παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες των Ελληνοπαίδων. Στο Βουκουρέστι το πανευρωπαϊκής φήμης καζίνο Σινάια κλπ. Το εκδοτήριο των βιβλίων στη Βουδαπέστη στεγάστηκε επίσης στην πρώην ισπανική πρεσβεία.[5]
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα αποτελούσαν τα αναγκαία βιβλία. Για βιβλία από την πατρίδα δε γινόταν λόγος γιατί ούτε η πατρίδα θα τα έστελνε, αλλά ούτε και η ΕΒΟΠ τα ήθελε εφ’ όσον εκφράζανε μιαν άλλη κοινωνική και κοσμοθεωρητική αντίληψη.
Ας δούμε πως λύθηκε το πρόβλημα αυτό. Η Έλλη Αλεξίου αναφέρει στη Βασιλική δρυ [6] ότι από βιβλία δεν υπήρχε τίποτε. Και για ανατύπωση των αναγνωστικών της Ελλάδας ούτε λόγος. Δεν μπορούσαν να μεταφερθούν εδώ ούτε οι παπαδίστικοι τύποι, η θρησκευτική εκμετάλλευση και οι ποικίλες δεισιδαιμονίες… ούτε η εσκεμμένη αποσιώπηση των λαϊκών αγώνων κατά των ανθρωποφάγων χιτλερικών, ούτε η προβολή του «αμερικάνικου ενδιαφέροντος»… ούτε σύμφωνα πάλι με την ίδια θα μπορούσε να υπάρξει η άγνοια της πορείας των κοινωνικών αλλαγών μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, ούτε η παραγνώριση των εργατικών χεριών και θυσιών της εργατικής τάξης στο προοδευτικό κίνημα[…] Έπρεπε να διαβαστεί όλος ο Βουτυράς για να ξεδιαλεχτεί το κατάλληλο διήγημα, το έργο του Παπαδιαμάντη, του Παπαντωνίου, του Καρκαβίτσα, του Γρανίτσα, του Σικελιανού, του Πρεβελάκη, της Καζαντζάκη, της Μαλάμου, του Μαγκλή…
Στη Βουδαπέστη υπήρχε μια πολλή πλούσια βιβλιοθήκη νεοελληνικής λογοτεχνίας που είχε δημιουργήσει ο ελληνιστής Χόρβαρτ, ένας φωτισμένος δημοτικιστής. Αυτή η βιβλιοθήκη συμπαραστάθηκε στους συγγραφείς των ελληνικών βιβλίων καθώς και η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Σχολείου του Βουκουρεστίου. Σ΄ αυτά προστέθηκαν και οι προσφορές των Ελλήνων της Ρουμανίας που είτε δώρισαν είτε πούλησαν τα βιβλία τους στην αρμόδια επιτροπή.
Για να μην σας κουράζω, στα αναγνωστικά των διαφόρων σοσιαλιστικών χωρών μετά από συνεχείς βελτιώσεις υπήρχαν οι Παπαδιαμάντης, Δροσίνης, Πολέμης, Παλαμάς, Βιζυηνός, Παπαντωνίου, Βαλαωρίτης, Κρυστάλλης, Μαλακάσης, Προβελέγγιος, Τανταλίδης, Αθάνας, Βλαχογιάννης, Ζαλοκώστας, Ουράνης Νιρβάνας, Χριστόπουλος, Βαλέτας, Σουρής, Μαρκοράς, Πάλλης, Μαβίλης, Αλέξανδρος Σούτσος, Κάλβος, Πρεβελάκης, Φωτιάδης, Μαγκλής, Γρυπάρης, Κονδυλάκης, Πάρνης, Μυρτιώτισσα, Καρκαβίτσας, Νάκου, Παπά, Κορνάρος, Κουρτίδης, Καρυωτάκης, Ψυχάρης, Κακριδής, Διδώ Σωτηρίου, Ψαθάς, Στρατής Δούκας, Ξενόπουλος, Σικελιανός, Καζαντζάκης και Καστανάκης κ.ά.
Η Έλλη Αλεξίου από το 1949–1962 ανήκε στη συντακτική επιτροπή των Αλφαβηταρίων της Α΄-Ε΄ τάξης (μιλάμε για 8τάξιο Δημοτικό), δύο εκδόσεων της Γεωγραφίας της Ελλάδας, καθώς και ενός Βοηθήματος για τις Νηπιαγωγούς. Όλες οι εκδόσεις ήταν στη δημοτική γλώσσα με βάση τη Γραμματική του Μαν. Τριανταφυλλίδη και του Αχ. Τζάρτζανου. Έγιναν συχνά επανεκδόσεις για τη βελτίωση τόσο της μορφής όσο και του περιεχομένου των βιβλίων. [7]
Στο διάστημα από το 1949- 1962 εκτός από τα βιβλία για τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας, η συγγραφέας αναφέρει 29 εκδόσεις αναγνωστικών. Εκδόθηκαν επίσης 2 βιβλία Νεοελληνικής Γραμματικής, 15 βιβλία Ιστορίας όλων των περιόδων, 5 μονογραφίες ιστορικών προσώπων (Ρήγας, Μαλρυγιάννης, Καραϊσκάκης, Κανάρης, Κολοκοτρώνης), αριθμητικές για τα πρώτα χρόνια, 9 εκδόσεις- βοηθήματα των εκπαιδευτικών των διαφόρων βαθμίδων εκπαίδευσης καθώς και δεκάδες λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά για παιδιά και νέους. Πρόκειται για έναν πραγματικό εκδοτικό οργασμό ο οποίος έδωσε καρπούς. Από τα ξενιτεμένα αυτά παιδιά σε όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες όλα τέλειωσαν την εννιάχρονη τότε βασική εκπαίδευση που ήταν δημόσια και δωρεάν και χωρίς φροντιστήρια. Οι απόφοιτοι μέσων και ανώτερων τεχνικών σχολών ήταν 6.440 παιδιά ή το 23% του αρχικού αριθμού των παιδιών, οι απόφοιτοι ανώτατων πανεπιστημιακών σχολών ήταν 4.940, δηλαδή το 17,6%, ενώ 253 ή το 1,8% απόχτησαν τον τίτλο του διδάκτορα.
Η ίδια έγραψε για το αναγνωστικό της Ε΄ Τάξης ένα παραμύθι με τίτλο Το σιτάρι που έγινε μεγάλο σαν αμύγδαλο (αργότερα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Ήθελε να τη λένε κυρία και την διήγηση Μια μέρα θα γυρίσει, όπου με πρωταγωνιστή ένα δάσκαλο ζωντανεύει την ηρωική εποχή της Αντίστασης. Για το αναγνωστικό της ΣΤ΄ Τάξης, στην ενότητα Ελληνική φύση και ζωή , εξιστορεί σ’ ένα κείμενο που τιτλοφορεί Τα Δωδεκάνησα το παρελθόν των νησιών, τον πολιτισμό τους και τη διαδοχή των κατακτητών.[8] Επίσης, γράφει δύο λογοτεχνικά παιδικά βιβλία. Το ένα είναι Ο χοντρούλης και η Πηδηχτή , ένα παιδαγωγικό παραμύθι με πρωτοτυπία, διασκέδαση, γνώση και μήνυμα, γιατί δεν ξεχνάει τον παιδαγωγικό της ρόλο. Το άλλο είναι μια συλλογή παραμυθιών, το Ήθελε να τη λένε κυρία. Πρόκειται για διασκεδαστικά και διδακτικά κείμενα που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια των παιδιών ζώα και πράγματα, δίνουν χειροπιαστή υπόσταση σε αφηρημένες έννοιες και προβάλλουν τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, όπως η φιλία, η εργατικότητα και η αγωνιστικότητα.
Κλείνοντας θα αναφέρω τα σχόλια της Έλλης Αλεξίου για τη δουλειά που έγινε στα εκπατρισμένα παιδιά και στη συζήτηση που έγινε για το «παιδομάζωμα». Γράφει: πολύς θόρυβος γίνηκε και κακοήθης συκοφαντικός σάλος σηκώθηκε γύρω απ’ τον εκπατρισμό μας. Και κυρίως από τα εκπατρισμένα παιδιά. Αποβλέπαμε, λέει στον εκσλαυϊσμό τους. Η αλήθεια είναι πως μοχθήσαμε υπεράνθρωπα για να τα κρατήσουμε πιστά στις παραδόσεις μας, στην ιστορία μας, στη γλώσσα. και το καταφέραμε. Δυστυχώς το επίσημο κράτος δε φέρθηκε σαν εμάς. Αδιαφόρησε.[…] Τώρα, λέει, δηλαδή το 1962, δε μιλούν πια για εκσλαυϊσμό, το παραμύθι δεν έπιασε, τώρα τους τρομάζει το εξαίρετο ποιον των ώριμων πια αυτών νέων[9].
Για να καταλάβει κανείς τη σχέση της δασκάλας Έλλης Αλεξίου με το επάγγελμά της και το πώς άντεξε τη σκληρή δουλειά στο νέο της καθήκον αξίζει να αναφέρουμε έναν μικρό «απολογισμό» που κάνει η ίδια για το επάγγελμά της. Έναν απολογισμό που φανερώνει τη δύναμη και αποτελεσματικότητα που μπορεί να πετύχει ο δάσκαλος όταν διαθέτει αυτό που λέμε «όραμα»: το δασκαλικό επάγγελμα, από την πρώτη αρχή που διορίστηκα, το αντιμετώπισα σα στάδιο ευτυχίας. Είναι το πιο εξαντλητικό. Σου παίρνει το μυαλό, την ψυχή και το κορμί, μα συγχρόνως είναι και το πιο απολαυστικό. Ίσως γι’ αυτό αντέχει ο εκπαιδευτικός. Υπάρχουν στην άσκηση αυτού του επαγγέλματος τεράστιες αντισταθμιστικές δυνάμεις. Διαρκώς πεθαίνεις και διαρκώς αναγεννιέσαι. Αλλά έτσι το ‘ζησα μόνο στο εξωτερικό. Στην ιδανική του μορφή. Να διδάσκεις τις υψηλές ιδέες της αγάπης, της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της διεθνούς συναδέλφωσης… την αναγνώριση των αληθινών αξιών σε οποιοδήποτε κοινωνικό στρώμα κι αν ανήκουν, να υμνείς τον ανθρώπινο μόχθο, που έδωσε στην ανθρωπότητα τα μεγάλα αριστουργήματα… χωρίς να μετράς τα λόγια σου και να ξέρεις πως μέσα στο μαθητικό σου ακροατήριο υπάρχει ο χαφιές, ο καταδότης… Εκεί η μεταβίβαση από συνείδηση σε συνείδηση γίνεται δίχως συνύπαρξη δύστυχων παρασίτων…[10]
[1] Έ. Αλεξίου, Η βασιλική δρυς, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1980
[2] Θέματα Παιδείας, τεύχος 21–22
[3] Η βασιλική δρυς, σελ. 362
[4] Ευγενία Ζήκου, Έλληνες λογοτέχνες, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1982, σελ,17–18
[5] Η βασιλική δρυς, σελ.381
[6] Βασιλική δρυς, σελ. 363 και Θέματα Παιδείας, σελ. 105–108.
[7] Θέματα Παιδείας, σελ. 106
[8] Θέματα Παιδείας, σελ. 122, 124,132.
[9] Βασιλική δρυς, σελ. 365.
[10] Η βασιλική δρυς, σελ. 360
* Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων
Πηγή: Ατέχνως (Αναστασίας Αβραμίδου)