Άνοιγμα Λυκείων, Γυμνασίων, Δημοτικών, Νηπιαγωγείων, Παιδ. Σταθμών… Είναι πρακτικά εφικτό;
Τις δύο τελευταίες ημέρες γινόμαστε κοινωνοί των υποτιθέμενων μέτρων που θα λάβει η κυβέρνηση, με στόχο τη σταδιακή επαναφορά της χώρας στη κανονικότητα. Μετά την άρση του πρώτου κύματος των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της πανδημίας που απειλεί παγκοσμίως ο ιός Covid-19, πολλά είναι τα θέματα ασφάλειας που θα προκύψουν τόσο την υγείας των εργαζομένων όσο και των ωφελούμενων.
Η ειδησεογραφία κινείται τις τελευταίες ημέρες γύρω απο το ενδιαφέρον που έχει αποκτήσει η συζήτηση για το άνοιγμα των σχολείων. Οι επιστήμονες, ειδικοί στις λοιμώξεις και όχι μόνο, φαίνεται να έχουν διαφορετική προσέγγιση στο αν και κατά πόσο ενδείκνυται στη παρούσα φάση το άνοιγμα του συνόλου των εκπαιδευτικών βαθμίδων.
Στις ειδησεογραφικές προσεγγίσεις και συνεντεύξεις με τους ειδικούς της επιστημονικής κοινότητας, που συμμετέχουν και στην ειδική, υπό τον κ. Τσιόδρα, ομάδα του υπουργείου Υγείας, η διαφοροποίηση τους στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι παραπάνω από εμφανής.
Στις δημόσιες τοποθετήσεις ως προς το άνοιγμα των σχολείων θέση πήρε και η ΟΛΜΕ που θέτει ξεκάθαρα θέμα αναποτελεσματικότητας στην επαναλειτουργία Γυμνασίων και Α’-Β’ Λυκείου ακόμα και με παράταση του σχολικού έτους.
Το πρακτικό μέρος ωστόσο της επαναλειτουργίας των σχολικών μονάδων σε συνδυασμό με τα μέτρα προστασίας που θα επιβληθούν δεν βλέπουμε να τίθεται ως προβληματισμός, αν και θα έπρεπε να ήταν στη κορυφή της ατζέντας των συζητήσεων.
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι σχολικές αίθουσες αριθμούν περί τα 25 παιδιά με αποστάσεις του ενός από το άλλο λιγότερες από ένα μέτρο. Με τη πρόληψη μέτρων που θα κληθούν να λάβουν οι επικεφαλής των σχολικών μονάδων θα πρέπει να διπλασιαστούν τα τμήματα ώστε να τηρηθούν οι υγιειονομικοί όροι προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη διασπορά του ιού.
Φυσικά η πρώτη σκέψη είναι ότι θα οδηγηθούμε ενδεχομένως σε διπλές βάρδιες λειτουργίας, πρωί-απόγευμα, ενώ το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι αν υπάρχει το έμψυχο εκπαιδευτικό δυναμικό για να καλύψει τα διπλά τμήματα και τις διπλές βάρδιες.
Αν όμως ο προβληματισμός ως προς την δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι έστω και με τεράστιες δυσκολίες διαχειρήσιμος, τότε θα πρέπει να πονοκεφαλιάζουν οι ειδικοί αν σκεφθούν τι πρέπει να γίνει στα νηπιαγωγεία αλλά και τους βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς.
Εκεί τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς τα 25 και σε πολλές περιπτώσεις 30 παιδιά που φιλοξενούνται σε παιδικούς σταθμούς με αναλογία προσωπικού 1 παιδαγωγού και 1 βοηθού θα ήταν εντυπωσιακό το να υπάρξει Δήμος που θα μπορέσει να εφαρμόσει τα ειδικά μέτρα για τη προστασία των μικρών παιδιών. Στην Ευρώπη μάλιστα, τα αντίστοιχα μέτρα κάνουν λόγο για 1 παιδαγωγό ανά 5 παιδιά. Αν στο προβληματισμό προσθέσουμε και τα τετραγωνικά της κάθε αίθουσας, που σε αρκετές δομές είναι λίγα, τότε αντιλαμβανόμαστε τι θα μπορεί να συμβεί
Ειλικρινά αναρωτιέται κανείς, το ποιός γονιός θα αισθανθεί απόλυτα ασφαλής στέλνοντας το παιδί του σε τέτοιες δομές;
Φυσικά και το πρακτικό μέρος, στο οποίο αναφερόμαστε, όλης αυτής της κατάστασης που θα εκτυλιχθεί στο προσεχές διάστημα δεν έχει να κάνει με κανενός είδους μομφή, αλλά με προβληματισμό ως προς το τρόπο αντιμετώπισης μιας τόσο ιδιόμορφης κατάστασης.
Στους παραπάνω προβληματισμούς θα μπορούσε να ενταχθεί και το γεγονός ότι στη πλειοψηφία των μαθητών των μικρών τάξεων του Δημοτικού, αλλά τόσο του Νηπιαγωγείου όσο και των παιδικών σταθμών οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι που πηγαίνουν και παίρνουν τα παιδιά από τις συγκεκριμένες μονάδες.
Την στιγμή κατά την οποία οι επιστήμονες κάνουν λόγω για συνέχιση των περιοριστικών μέτρων σε αυτές τις ευπαθείς ομάδες τότε αντιλαμβάνεται κανείς τι θα μπορεί να επακολουθήσει μιας και οι περισσότεροι θα θέλουν να βγουν ώστε να πάνε να πάρουν τα παιδιά έχοντάς το και ως πρόσθετη δικαιολογία για μια «νόμιμη» έξοδο τους.
Κλείνοντας την προσπάθεια αποτύπωσης των προβληματισμών που μας θέτουν ολοένα και περισσότεροι φίλοι και ακόλουθοι του σάιτ ΝΕΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ, θα θέλαμε να ταυτιστούμε απόλυτα με την ατάκα του κ. Τσιόδρα ότι δεν μπορούμε να μείνουμε εγκλωβισμένοι για πάντα. Αυτή η διαπίστωση θα πρέπει να έχει και τις ανάλογες προϋποθέσεις για την όσο το δυνατόν πιο ασφαλή μετάβαση στη κανονικότητα. Άλλωστε ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης με τις λιγότερες απώλειες αποτελεί και το εχέγγυο της επόμενης μέρας για τη χώρα μας.
Τέλος θα θέλαμε και εμείς από αυτό το βήμα να εκφράσουμε τις θερμότερες ευχαριστίες μας σε όλους όσους έχουν δηλώσει παρών σε τούτη τη κρίσιμη περίοδο για τη χώρα μας, δημιουργώντας σε όλους εμάς ένα αίσθημα ασφάλειας στις αγωνίες μας για την εξέλιξη της πανδημίας.
Σας αφιερώνουμε το Doodle της Google